ΚΙΝΗΣΗ
"ΠΑΙΔΕΙΑ
ΓΙΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ"

Για τον αντιδραστικό χαρακτήρα του συνθήματος «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ» (α΄μέρος)

ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΟΥ ΣΥΝΘΗΜΑΤΟΣ «ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ»

(μέρος α΄)


Είχαμε υποσχεθεί ότι στο τέλος του περασμένου ακαδημαϊκού έτους θα παρουσιάζαμε μια ανάλυση για το σύνθημα όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση. Αυτό δεν έγινε δυνατό εξαιτίας των εξελίξεων στην εκπαίδευση. Σήμερα παρουσιάζουμε το πρώτο μέρος ενός σχεδίου πάνω σε αυτό το ζήτημα που χρειάζεται ακόμα δούλεμα. Θα ακολουθήσει το συντομότερο το δεύτερο μέρος που θα είναι πιο αναλυτικά η αριστερή θέση.

Όλοι συμφωνούν ότι η σημερινή εκπαίδευση είναι άθλια. Αυτή η άθλια εκπαίδευση είναι κυρίως κρατική σε όλες τις βαθμίδες, ιδιαίτερα στην ανώτατη βαθμίδα της. Και εδώ συμβαίνει κάτι παράδοξο: το μόνο ουσιαστικό κίνημα που υπάρχει ενάντια σε αυτή την κατάσταση είναι το κίνημα για να μην υπάρχει ιδιωτική εκπαίδευση. Σύμφωνα με τη λογική αυτού του κινήματος το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κρατική εκπαίδευση, η μεγαλύτερη απειλή βρίσκεται σε κάτι έξω από αυτήν και όχι μέσα της. Η κρατική εκπαίδευση δηλαδή για να αλλάξει δεν θα πρέπει να απαλλαχθεί από κάτι σάπιο που υπάρχει μέσα της και που όλοι διαπιστώνουν, αλλά πρέπει να προφυλαχτεί από κάτι που είναι κυρίως έξω της.
Το κίνημα λοιπόν ενάντια στην ιδιωτικοποίηση είναι καταρχήν ένα κίνημα συντηρητικό. Έτσι εξηγείται πως καταφέρνει να έχει σήμερα τη σχεδόν καθολική πολιτική αποδοχή. Αυτή η πανεθνική, παλλαϊκή συμφωνία μέσα στο σημερινό αντιδραστικό πολιτικό καθεστώς οφείλεται στον αντιδραστικό χαρακτήρα αυτού του συνθήματος. Από θεωρητική άποψη το σύνθημα αυτό είναι στον αντίποδα του μαρξισμού, αλλά και στον αντίποδα της πιο προοδευτικής αστικής σκέψης, ενώ στο πρακτικό επίπεδο βάζει την ταφόπλακα πάνω από το ήδη ετοιμοθάνατο κορμί της ελληνικής εκπαίδευσης.

Το βασικό αίτημα δηλαδή που μπαίνει στη χώρα μας από το κυρίαρχο πολιτικό και ιδεολογικό μπλοκ δεν είναι αν θα είναι καλή ή κακή η κρατική παιδεία, αλλά το να απαγορευτεί η ιδιωτική. Δεν παλεύουν δηλαδή οι φίλοι του δωρεάν κρατικού Πανεπιστημίου για να μορφώνει αυτό τη νεολαία, για να αναπτύσσει τη χώρα, για να απορροφά όσο γίνεται πιο λίγους κρατικούς πόρους και να προσφέρει όσο γίνεται πιο πολλή γνώση, ούτε καν για να είναι πιο φτηνό για τα παιδιά των φτωχών και πιο ακριβό για τα παιδιά των πλούσιων, όπως θα απαιτούσαν οι πραγματικά προοδευτικοί άνθρωποι. Αυτό που τους ενδιαφέρει είναι να απαγορευτεί στους πολίτες αυτής της χώρας να αγοράζουν πανεπιστημιακού επιπέδου γνώση. Αυτό το έχουν επιβάλλει με το να μην επιτρέπουν στους κάτοχους αυτής της γνώσης να αναγνωρίζονται σαν τέτοιοι από το κράτος. Δηλαδή πρακτικά έχουν επιβάλει να μην προσλαμβάνονται σαν κρατικοί υπάλληλοι και σαν υπάλληλοι των κρατικών επιχειρήσεων καθώς και να μην έχουν δικαίωμα να ασκήσουν επαγγέλματα που απαιτούν άδεια από το κράτος όσοι έχουν αγοράσει και κατέχουν τέτοια γνώση. Με λίγα λόγια απαγορεύουν σε τέτοιους πολίτες να ζήσουν από τις γνώσεις τους. Αυτή την φασιστικού τύπου απαγόρευση την έχουν θεσμοθετήσει και συνταγματικά.

Με λίγα λόγια υπάρχει στην Ελλάδα ένα εμπόρευμα που απαγορεύεται να αγοραστεί από τους πολίτες και που κατά συνέπεια απαγορεύεται να παραχθεί από αυτούς έξω από το κράτος και το οποίο λέγεται πανεπιστημιακή γνώση.

Η επίσημη δικαιολογία που προβάλλεται από το βαθύ καθεστώς, που στην Ελλάδα μιλάει εδώ και δεκαετίες την μαρξιστική γλώσσα, είναι ότι η παιδεία δεν είναι εμπόρευμα αλλά κοινωνικό δικαίωμα και κοινωνική ανάγκη, όπως άλλωστε είναι και η υγεία, και αφού δεν είναι εμπόρευμα δεν μπορεί να επιτραπεί στον γενικό παραγωγό εμπορευμάτων, που είναι το κεφάλαιο, να την παράγει, να την πουλάει και γενικά να την πάρει στα χέρια του. Δεν μπορεί δηλαδή, σύμφωνα με αυτή τη λογική, αυτή η στενή ωφελιμιστική χυδαιότητα που λέγεται κεφάλαιο να αναλάβει τόσο ψηλά και ζωτικά συλλογικά κοινωνικά καθήκοντα όπως είναι η πνευματική διαμόρφωση και η σωματική υγεία των πολιτών. Σύμφωνα με αυτούς τέτοια καθήκοντα πρέπει να τα αναλαμβάνει μόνο το κράτος.
Αυτός ο ισχυρισμός σκοντάφτει και στο μαρξισμό και στην πραγματικότητα.

Θεωρητικά κατ αρχήν. Δεν υπάρχει καμιά ανθρώπινη ανάγκη που να μην μπορεί να πάρει και τελικά να μην παίρνει εμπορευματική μορφή, κι αυτό γιατί οτιδήποτε υπάρξει σαν εμπόρευμα, δηλαδή σαν ανταλλακτική αξία, έχει υπάρξει προηγούμενα σαν αξία χρήσης, δηλαδή σαν μέσο για την ικανοποίηση μιας ανθρώπινης ανάγκης. Αυτή είναι η θέση της κλασσικής αστικής οικονομίας και του μαρξισμού. Ωστόσο κάποιοι που εμφανίζονται σαν μαρξιστές σκέφτονται σαν παπάδες. Κατηγορούν τις αξίες χρήσης ότι ουσιαστικά διαφθείρονται, δηλαδή ότι καπιταλιστικοποιούνται οι ίδιες, ότι γίνονται αστικές επειδή παίρνουν εμπορευματική μορφή, ακριβώς όπως οι παπάδες κατηγορούν κάθε ανάγκη της σάρκας σαν προδοσία του πνεύματος. Μα το λέει η απλή λογική, αφού ή πιο ζωτική ανάγκη για την ύπαρξη του πολίτη, η τροφή, παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος, πως είναι δυνατόν να μην την παίρνει η εκπαίδευσή που για κάθε συνεπή υλιστή είναι μια οπωσδήποτε λιγότερο «ιερή» ανάγκη, αφού έχει σαν προϋπόθεση της την διατροφή του εκπαιδευόμενου, αλλά και του εκπαιδευτή;

Αυτή η θεωρία περί «διαφθοράς» της αξίας χρήσης που λέγεται εκπαίδευση από την εμπορευματική μορφή που παίρνει αυτή η αξία στην ιδιωτική εκπαίδευση δεν είναι ωστόσο στην ελληνική περίπτωση μια από τις καλοπροαίρετες όσο και αντιδραστικές ουτοπίες των μικροαστών που αρνούνται κάθε παραγωγική πλευρά στον καπιταλισμό και που τον δαιμονοποιούν ανίκανες να κατανοήσουν ότι ο ανεπτυγμένος καπιταλισμός είναι ο προθάλαμος του σοσιαλισμού. Γιατί στη χώρα μας οι ίδιοι αυτοί «αντικαπιταλιστές» που θέλουν την απαγόρευση της ιδιωτικοκαπιταλιστικής εκπαίδευσης κόπτονται και πασχίζουν να βάλουν την όποια εκπαίδευση αποκλειστικά κάτω από κρατικό έλεγχο. Και αυτοί δεν είναι απονήρευτοι μικροαστοί του 19ου αιώνα που νομίζουν ότι το κράτος είναι έξω και πάνω από τάξεις. Όχι. Έχουν διαβάσει μαρξισμό, και μάλιστα συχνά έχουν πάρει έδρες πουλώντας μαρξισμό στο κράτος εργοδότη τους. Ξέρουν λοιπόν καλά ότι το κράτος σήμερα είναι καπιταλιστικό και μάλιστα ξέρουν ότι για όλους τους μαρξιστές και πιο πολύ για το Μαρξ και τον Έγκελς αυτό το κράτος είναι ο «περιληπτικός», ο «συνοπτικός», δηλαδή ο συμπυκνωμένος καπιταλιστής. Συνειδητά λοιπόν διαπράττουν απάτη όταν ισχυρίζονται ότι αυτό που παράγει το κράτος όταν αναλαμβάνει την εκπαίδευση δεν είναι μια ανταλλακτική αξία, αλλά μόνο μια αξία χρήσης επειδή τάχα αυτή παρέχεται δωρεάν και σαν τέτοια είναι έξω από τον ανταγωνισμό και έξω από την εμπορευματική σφαίρα ή έστω ότι αυτό που παράγουν σήμερα τα σχολεία μπορεί και πρέπει να είναι έξω από την εμπορευματική σφαίρα.


ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ

Τα σχολεία και τα πανεπιστήμια δεν είναι έξω από την εμπορευματική σφαίρα ακόμα και όταν είναι κρατικά και όταν προσφέρουν δωρεάν το προϊόν τους. Δεν μπορούν να μην είναι όσο υπάρχει εμπορευματική παραγωγή και όσο αυτή είναι κυρίαρχη και παγκόσμια και στη δοσμένη χώρα.

Κατ αρχήν το πτυχίο που προσφέρουν τα πανεπιστήμια είναι σε πρακτικό επίπεδο η πιστοποίηση από ένα κρατικό ίδρυμα της ποιότητας ενός εμπορεύματος, που λέγεται εξειδικευμένη γνώση, το οποίο ενσωματώνεται, σαν διακριτό μέρος στη συνολική εργατική δύναμη, δηλαδή στις υπόλοιπες πνευματικές ικανότητες, γνώσεις, δεξιότητες και ταλέντα του «φέροντος». Η ανταλλακτική αξία του εμπορεύματος «πτυχίο» προσδιορίζεται με αρκετή ακρίβεια από το επίπεδο του κρατικού ιδρύματος που το απονέμει, δηλαδή από την αξιολόγησή του ιδρύματος μέσα στην τοπική αλλά και παγκόσμια αγορά ειδικευμένης γνώσης και από το ύψος του βαθμού με το οποίο είναι ανεξίτηλα σφραγισμένες από το κράτος οι γνώσεις και οι δεξιότητες του συγκεκριμένου πτυχιούχου. Το εμπόρευμα αυτό πραγματοποιείται, οπότε και επαληθεύεται διαρκώς στην πράξη, όπως και κάθε άλλο, επίσης μέσα στην παγκόσμια αγορά. Αλλά από την πράξη επίσης ασταμάτητα θα τροποποιείται και η ίδια η αξία αυτής της ειδικευμένης εργασίας του «φέροντος» τον τίτλο σπουδών. Έτσι αυτή ασταμάτητα θα αυξομειώνεται ανάλογα με τις αλλαγές, ήπιες ή κατακλυσμιαίες, της παγκόσμιας παραγωγικής και εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η εποχή που ζούμε ασταμάτητα αξιολογεί οπότε εξυψώνει ή συντρίβει πτυχία, καριέρες και ειδικεύσεις, ακριβώς όπως κάνει με κάθε άλλο προϊόν και κάθε άλλο εμπόρευμα.

Κατά δεύτερο λόγο μέσα στο πτυχίο είναι ενσωματωμένη η συσσωρευμένη εργασία όλων των εκπαιδευτών που έχουν επιδράσει πάνω στη μαθησιακή δραστηριότητα του εκπαιδευόμενου. Και αυτή η εργασία είναι σε γενικές γραμμές μια μισθωτή εργασία, δηλαδή μια εργασία που έχει ήδη πάρει εμπορευματικό χαρακτήρα. Και δεν αναφερόμαστε εδώ μόνο, ούτε καν αναφερόμαστε κυρίως, στην εκπαιδευτική δραστηριότητα των κρατικών υπαλλήλων δασκάλων και καθηγητών της μέσης και της ανώτατης εκπαίδευσης που εκπαίδευσαν τον πτυχιούχο. Αναφερόμαστε ακόμα περισσότερο στους ιδιώτες εκπαιδευτές που πούλησαν σαν ανοιχτές καπιταλιστικές φροντιστηριακές εταιρείες ή σαν προσωπικοί δάσκαλοι του μαθητή την εργατική τους δύναμη στους εκπαιδευόμενους μελλοντικούς πτυχιούχους. Θα μπορούσαμε εννοείται να προσθέσουμε σε αυτήν την εργασία και την απλήρωτη εργασία των εκατοντάδων και χιλιάδων ωρών από τα φροντιστηριακά μαθήματα που δέχτηκε δωρεάν ο εκπαιδευόμενος από τους γονείς του η οποία δεν πήρε εμπορευματική μορφή, αλλά όσο και αν είναι αυτοθυσιακή δεν είναι καθόλου μια πιο προοδευτική ιστορικά μορφή εργασίας. Είναι απλά μια πιο χειροτεχνική διαδικασία μεταφοράς γνώσης που αντιστοιχεί περισσότερο στη φυσική οικονομία και από ευρύτερη ιδεολογική κοινωνική άποψη έχει πολύ συγκεκριμένο ταξικό κληρονομικό χαρακτήρα.


Βεβαίως οι «αντικαπιταλιστές» αντιεμπορευματιστές, που αναφέραμε παραπάνω οι οποίοι θέλουν να απαγορεύσουν την ιδιωτική εκπαίδευση, παραδέχονται και αυτοί ότι , η κρατική εκπαίδευση έχει αυτές τις εμπορευματικές πλευρές αλλά κάτι τέτοιο δεν το θεωρούν αναγκαίο, δηλαδή σύμφυτο με την κρατική παιδεία στον καπιταλισμό. Ίσα ίσα δηλώνουν ότι ο στόχος τους είναι να ανατρέψουν αυτές τις εμπορευματικές πλευρές, για την ακρίβεια να τις συντρίψουν, να τις εξαφανίσουν.
Το μεγάλο πρόβλημα με αυτούς είναι ότι θέλουν να καταργήσουν την εμπορευματική παραγωγή και βέβαια την εργασία που έχει γίνει εμπόρευμα με όργανο πάλης το αστικό κράτος, υποστηρίζοντας με νύχια και με δόντια την υπαγωγή των πάντων στο κράτος αυτό και μετά υποστηρίζοντας την αποεμπορευματοποίηση της κάθε κρατικής λειτουργίας. Και δεν μιλάμε εδώ μόνο για την αποεμπορευματοποίηση της εκπαίδευσης, αλλά της οποιασδήποτε παραγωγικής λειτουργίας του αστικού κράτους. Αυτή είναι η διαφορά με τους πραγματικούς μαρξιστές που θεωρούν αδύνατη οποιαδήποτε αλλαγή στον εμπορευματικό χαρακτήρα της εργασίας γενικά αν δεν προηγηθεί μια πολιτική επανάσταση που η βασική της δουλειά είναι μία: να συντρίψει και να καταστρέψει το αστικό κράτος σαν την πρώτη προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση οπότε και την αποεμπορευματοποίηση των μέσων παραγωγής. Και όχι μόνο αυτό. Οι κλασσικοί του μαρξισμού αναφέρθηκαν ρητά στον αντικαπιταλιστικό κρατικισμό αυτού του είδους και ποτέ δεν τον θεώρησαν προοδευτικό. Για τους μαρξιστές η ιδιοκτησία από έναν ιδιώτη μιας επιχείρησης δεν είναι καθόλου πιο καλή από την ιδιοκτησία μιας επιχείρησης από το κράτος, όταν το κράτος αυτό είναι αστικό. Αντίθετα μάλιστα. Ο Ένγκελς γράφει χαρακτηριστικά στο Αντι-Ντύρινγκ:
«Αλλά και το σύγχρονο κράτος δεν είναι επίσης τίποτα άλλο παρά η οργάνωση με την οποία εφοδιάζει τον εαυτό της η αστική κοινωνία για να διαιωνίσει τις βασικές συνθήκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (...). Το σύγχρονο κράτος είναι βασικά μια μηχανή καπιταλιστική, είναι το κράτος των καπιταλιστών, ο ιδανικός κατά κάποιο τρόπο περιληπτικός καπιταλιστής. Όσο μεγαλύτερες παραγωγικές δυνάμεις παίρνει κάτω από την ιδιοκτησία του, τόσο περισσότερο γίνεται συνοπτικός καπιταλιστής και τόσο περισσότερο εκμεταλλεύεται τους πολίτες» (Η υπογράμμιση δική μας)
Αλλά και ο Μαρξ ακόμα πιο συγκεκριμένα ξεκαθάρισε στην «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» την άποψή του ακόμα και για την ίδια κρατική εκπαίδευση. «Ίση λαϊκή εκπαίδευση; τι να φαντάζονται με αυτά τα λόγια; Πιστεύουν ότι μπορεί στη σημερινή κοινωνία (και μονάχα με δαύτη έχουν να κάνουν), να είναι η εκπαίδευση ίση για όλες τις τάξεις; Ή ζητάνε να περιοριστούν υποχρεωτικά και οι ανώτερες τάξεις στη λιγοστή εκπαίδευση του δημοτικού σχολείου, μια που μονάχα αυτό συνδυάζεται με τις οικονομικές συνθήκες όχι μόνο των μισθωτών εργατών μα και των αγροτών; (…) Αν σε μερικές Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής είναι ‘‘δωρεάν’’ και η φοίτηση σε ανώτερα εκπαιδευτικά ιδρύματα, αυτό σημαίνει πραγματικά ότι χορηγούνται στις ανώτερες τάξεις τα εκπαιδευτικά τους έξοδα από το γενικό φορολογικό κορβανά(…) Μάλλον θα έπρεπε να αποκλειστούν τόσο το κράτος όσο και η Εκκλησία από κάθε επιρροή στο σχολείο…».

Οι αντιδραστικοί κρατικιστές σε πείσμα κάθε μαρξισμού, αλλά σηκώνοντας παντού τη σημαία του μαρξισμού και του σοσιαλισμού ή των «βημάτων προς τον σοσιαλισμό», θέλουν σε συνθήκες καπιταλισμού να βγάλουν τη δοσμένη χώρα έξω από την παγκόσμια αγορά, να κρατικοποιήσουν την ιδιωτική της οικονομία, να καταργήσουν την ιδιωτική παιδεία και τους ιδιώτες φροντιστές, αν είναι δυνατό να καταργήσουν τους βαθμούς, τις εξετάσεις, τον ανταγωνισμό στο σχολείο και γενικά κάθε μορφή ανταγωνισμού στην κοινωνία με έναν τρόπο: αρχίζοντας από την κρατικοποίηση των πάντων. Η γραμμή τους είναι : Εμπρός με το κράτος να τσακίσουμε τους αστικούς ανταγωνισμούς και γενικά τους ανταγωνισμούς που γεννάει η εμπορευματική παραγωγή, ο καπιταλισμός και η κερδοσκοπία του. Είναι αλήθεια ότι όλοι αυτοί οι λάτρεις της κρατικής ιδιοκτησίας αποφεύγουν να χρησιμοποιούν τη λέξη κράτος όταν μιλάνε στις μάζες επειδή αυτές αντιπαθούν πολύ το κράτος που τις καταπιέζει. Έτσι μιλάνε για δημόσιο, για δημόσια περιουσία, για δημόσιο πλούτο και για δημόσιο συμφέρον. Όταν θέλουν να μιλήσουν με λιγότερο πολιτικά φορτισμένη γλώσσα χρησιμοποιούν μια λέξη που χαϊδεύει το κράτος και το ταυτίζει με την κοινωνία, την αρχαιοπρεπή λέξη «πολιτεία». Από το «δημόσιο» και την «πολιτεία» ως το «λαϊκό συμφέρον» και από κει ως το «κράτος του λαού» από φραστική άποψη μένουν μόνο δυο βήματα που αυτού του είδους οι «μαρξιστές» πάντα τα διανύουν. Τι τους νοιάζει που ο Ένγκελς έχει απαντήσει στους ομοίους τους «κρατικούς σοσιαλιστές» από τον προπερασμένο κιόλας αιώνα; «Αν ο Βίσμαρκ, χωρίς κανένα φαινομενικό λόγο, κρατικοποίησε τις κύριες σιδηροδρομικές γραμμές της Πρωσίας, το έκανε απλώς και μόνο για να μπορεί σε ώρα πολέμου να τις οργανώνει και να τις εκμεταλλεύεται προς το συμφέρον του ή για να μεταβάλλει τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους σε αγέλη ψηφοφόρων της κυβέρνησής του και, κυρίως, για να έχει μια καινούργια και ανεξάρτητη από τις αποφάσεις του Κοινοβουλίου πηγή εισοδημάτων. Όλα αυτά λοιπόν δεν αποτελούν καθόλου, ούτε άμεσα, ούτε έμμεσα, είτε συνειδητά είτε μη, βήματα προς το σοσιαλισμό» (Αντιντύριγκ).

Τα παραπάνω αποσπάσματα δεν σημαίνουν ότι κάθε κρατική ιδιοκτησία σε συνθήκες καπιταλισμού είναι πολιτικά αντιδραστική. Σε συνθήκες όλο και πιο ανελέητου ανταγωνισμού των ξεχωριστών κεφαλαιοκρατικών συμφερόντων «ο συνοπτικός καπιταλιστής» επεμβαίνει είτε για να διαιτητεύσει σε αυτούς τους ανταγωνισμούς ώστε να μην καταστρέψουν την συνολική κυριαρχία της αστικής τάξης αλλά καμιά φορά και την ίδια την κοινωνία, είτε για να αμβλύνει τις ταξικές αντιθέσεις που θα όξυνε η εμπορευματική παραγωγή και η κερδοσκοπία πάνω σε μερικές ζωτικές για τις μάζες υλικές και κοινωνικές λειτουργίες. Για παράδειγμα. Στην περίπτωση της κρατικής υγείας, του κρατικού συστήματος ασφάλισης κλπ ο κύριος στόχος του «συνοπτικού κεφαλαιοκράτη» ήταν να αμβλύνει την ταξική σύγκρουση εξασφαλίζοντας για στους προλετάριους ένα επίπεδο αναπαραγωγής αλλά σε ένα βαθμό και ένα επίπεδο συντήρησης της υλικής τους ζωής που από μόνος του και αυθόρμητα ο κεφαλαιοκρατικός ανταγωνισμός και το κυνήγι του κέρδους καταστρέφει. Ασφαλώς υπήρχε και υπάρχει στην κρατική υγεία η λειτουργία της επιδιόρθωσης της φθαρμένης εργατικής δύναμης αλλά αυτή είναι όλο και πιο δευτερεύουσα όταν συγκρίνεται με τα κόστη της όλο και πιο ακριβής κρατικής περίθαλψης των όλο και πιο μακρόζωων προλετάριων του ανεπτυγμένου κόσμου. Αν η αστική τάξη άφηνε αυτούς τους τομείς της κοινωνικής ζωής στην αυθόρμητη οικονομική εξέλιξη θα ήταν πιο βαθιές οι συνολικές ταξικές αντιθέσεις οι οποίες είτε θα οδηγούσαν στην κοινωνική επανάσταση, είτε στην φασιστική δικτατορία μιας ομάδας δημαγωγών μιλιταριστών μονοπωλιστών πάνω στο σύνολο της αστικής τάξης.
Άλλες φορές πάλι ο «συνοπτικός καπιταλιστής» αναλαμβάνει τη διεύθυνση ζωτικών τομέων για την ανάπτυξη των συνολικών παραγωγικών δυνάμεων που κανένα ξεχωριστό κεφάλαιο δεν είναι ακόμα τόσο δυνατό για να μπορεί να τις αναλάβει (πχ σιδηροδρομικές μεταφορές ή παραγωγή ενέργειας σε κάποια φάση ανάπτυξης του καπιταλισμού). Σε κάποιες περιπτώσεις για να προστατευθεί το σύστημα αναλαμβάνει το κράτος την διεύθυνση ζωτικών τομέων ανεξάρτητα από το αν έχει την δυνατότητα ένα μονοπωλιακό κεφάλαιο να τους αναλάβει. Η κρατικοποίηση του πιστωτικού συστήματος που μπορεί να είναι και αστικοδημοκρατικό αίτημα, η κρατικοποίηση επίσης στις στιγμές της πολιτικής έκτακτης ανάγκης, ή σε στιγμές μιας βαθιάς οικονομικής κρίσης είναι ένα παράδειγμα.

Σε ότι αφορά την κρατική εκπαίδευση πίσω από αυτή βρίσκονται και ιδεολογικές και άμεσα οικονομικές σκοπιμότητες. Ο βασικός ιδεολογικός σκοπός της κρατικής παιδείας είναι να εξασφαλίσει την ταξική κυριαρχία της αστικής τάξης στο επίπεδο της ιδεολογίας και να προφυλάξει το σύνολο της τάξης αυτής από τους κινδύνους μιας διδασκαλίας των ιδεολογικών μαθημάτων που θα μπορούσε να τα κάνει όπως θα ήθελε η πιο φιλελεύθερη ή η σχετικά πιο δημοκρατική μερίδα της αστικής τάξης ή ακόμα και κάποιοι κρατικοί θεσμοί παράγοντες που θα μπορούσαν κάτω από ορισμένες περιστάσεις και για κάποιες στιγμές στα χέρια λαϊκών ή φιλολαϊκών δυνάμεων πχ αριστεροί δήμοι, αριστερά κόμματα κλπ.
Από καθαρά οικονομική άποψη ο βασικός στόχος της κρατικής εκπαίδευσης είναι να την μαζικοποιήσει ώστε να μπορεί να προσφέρει στο σύνολο του κεφάλαιου ένα όλο και πιο πολυάριθμο ειδικευμένο και μισοειδικευμένο προσωπικό, τεχνικό, επιστημονικό κλπ που θα ρίχνει διαρκώς την τιμή της σύνθετης μισθωτής εργασίας. Στους στόχους της κρατικής παιδείας είναι να ανακαλύψει και να προσφέρει στην αστική τάξη τα ταλέντα από τη φτωχολογιά και τις μεσαίες τάξεις που θα προσφέρουν νέο αίμα στην αστική τάξη σε όλα τα επίπεδα: παραγωγικό, διοικητικό, πολιτικό, ιδεολογικό κλπ. και τα οποία δίχως την κρατική παιδεία δεν θα είχαν τα μέσα να σπουδάσουν. Ασφαλώς αυτή η ανάδειξη ορισμένων εξαιρετικά προικισμένων παιδιών της φτωχολογιάς σε αστούς ειδικούς δεν έχει μέσα της τίποτα το ταξικά επαναστατικό, δημοκρατικό κλπ. Η καθολική εκκλησία, ο μεγαλύτερος και πιο διορατικός φεουδάρχης του μεσαίωνα, δίδαξε πρώτη το συμφέρον που είχαν οι κυρίαρχες τάξεις να ανεβάζουν στην εξουσία τα πιο προικισμένα μέλη των καταπιεσμένων τάξεων. Αυτή διάλεγε ακόμα και τα ανώτατα στελέχη της από όλες ανεξαίρετα τις τάξεις και όχι μόνο από τους ευγενείς και την αριστοκρατία του κλήρου.
Σε κάθε περίπτωση ωστόσο αυτή η κρατική, η συλλογική λειτουργία του κεφάλαιου σε όλους τους τομείς δεν αφαιρεί αυτούς τους τομείς από το ξεχωριστό ιδιωτικό κεφάλαιο, ούτε τους εξαιρεί από την εμπορευματική σφαίρα. Σε κάθε τέτοια χώρα υπάρχει η κρατική υγεία αλλά δίπλα σε αυτήν υπάρχει και η ιδιωτική επιχείρηση της υγείας. Υπάρχει η κρατική ασφάλιση αλλά δίπλα σε αυτήν υπάρχει και η ιδιωτική. Ακόμα και στην παιδεία δίπλα στην κρατική υπάρχει η ιδιωτική σε όλες τις βαθμίδες. Κι όμως στην Ελλάδα, ειδικά στην Ελλάδα, ανάμεσα σε όλες τις ανεπτυγμένες και μη φασιστικές χώρες απαγορεύεται δίπλα στην ανώτατη κρατική να υπάρχει και η ιδιωτική ανώτατη εκπαίδευση.

Πως το καταφέρανε αυτό εδώ στην Ελλάδα οι «κρατικοί σοσιαλιστές» και οι «κρατικοί κομμουνιστές» του σήμερα; Πως στάθηκε δυνατόν μέσα από το αστικό κράτος να καταργήσουν την εμπορευματική παραγωγή που ακριβώς πάνω της στηρίζεται αυτό το κράτος, έστω και σε έναν μόνο τομέα, στην ανώτατη εκπαίδευση; Ο κρατικίστικος αντικαπιταλισμός είναι μια ουτοπία χαρακτηριστική των ριζοσπαστών μικροαστών που λατρεύουν το αστικό κράτος και μισούν το κεφάλαιο. Πως κέρδισαν την ουτοπία τους οι έλληνες μικροαστοί;

Δεν την κέρδισαν αυτοί. Εκείνοι που την κέρδισαν δεν έχουν ούτε το απελπισμένο μεγαλείο των αδύναμων που επί πλέον πάνε κόντρα στο ποτάμι της ιστορίας. Σε μια μη επαναστατική εποχή σαν την σημερινή ποτέ οι ριζοσπάστες μικροαστοί δεν θα μπορούσαν να επιβάλλουν το κρατικίστικο πρόγραμμά τους. Μόνο τμήματα της αστικής τάξης που επιπλέον είναι πανίσχυρα μέσα στο κράτος έχουν τη δύναμη να απαγορεύουν σε άλλα τμήματα της αστικής τάξης να έχουν επιχειρήσεις ανώτατης παιδείας και να απαγορεύουν σε όλη την αστική τάξη και σε όλο το λαό να αγοράζει νόμιμη γνώση από τις επιχειρήσεις αυτές. Μάλιστα χρειάζεται και κάποιο είδος διεθνούς πολιτικής στήριξης για να επιβάλλουν εδώ και δεκαετίες μια συνταγματική διάταξη που απαγορεύει ρητά αυτήν την παιδεία σε ανοιχτή σύγκρουση με όλη την ενωμένη Ευρώπη.

Αυτοί που θέλουν στην Ελλάδα την κατάργηση της ιδιωτικής παιδείας είναι τμήματα της αστικής τάξης που όχι μόνο είναι πολύ ισχυρά μέσα στο κράτος αλλά είναι τμήματα ηγεμονικά που θέλουν να εκτοπίσουν και έχουν σε μεγάλο βαθμό καταφέρει να εκτοπίσουν όλες τις άλλες μερίδες του κεφάλαιου από την κρατική εξουσία και έτσι να γίνουν κυρίαρχα τα ίδια, αρχικά μέσα στο κράτος και στη συνέχεια στην οικονομία. Στην πραγματικότητα είναι τμήματα ενός ιμπεριαλιστικού μπλοκ που θέλει την απόλυτη ηγεμονία πάνω στα άλλα. Πρόκειται για ένα φασιστικό μπλοκ εξουσίας. Στην ιστορία του ανεπτυγμένου καπιταλισμού δεν ήταν ποτέ οι μικροαστοί αλλά οι φασίστες μονοπωλιστές που όχι μόνο εξύμνησαν το κράτος αλλά και το χρησιμοποίησαν αρχικά για να εξοντώσουν μέσα από την πολιτική τους κυριαρχία σε αυτό όλες τις αντίπαλες μερίδες της αστικής τάξης, ενώ τελικά σαν φασιστικό κόμμα το κατάπιαν για να το χρησιμοποιήσουν σαν όργανο παγκόσμιας ηγεμονίας.

Δεν θα προσδιορίσουμε τώρα αυτό το μπλοκ εξουσίας στην κορυφή του γιατί αυτό είναι εξαιρετικά δύσκολο να γίνει δίχως μια σφαιρικότερη πολιτική ανάλυση με την οποία θα κλείσουμε αυτό το κείμενο. Θα πούμε μόνο ότι η δύναμή του φασιστικού μπλοκ βρίσκεται στη βάση του, στον πολιτικό του στρατό που δεν μπορεί να κρυφτεί από τη μια γιατί είναι μαζικός και από την άλλη γιατί αυτός δίνει τα ανοιχτά χτυπήματα και πραγματοποιεί τις λεηλασίες στο συλλογικό κράτος της αστικής τάξης. Αυτός ο στρατός είναι η μεγάλη και η μικρή αστική τάξη του κράτους ή καλύτερα το τμήμα της αστικής και μικρής αστικής τάξης που ζει από την κρατική φορολογία και την θεσμοθετημένη ληστεία των πολιτών και των κρατικών εσόδων.

Αυτή η κρατική αστική και μικρή αστική τάξη αποτελείται από δυο κομμάτια: το ένα είναι το κυρίως κρατικό. Πρόκειται για το πιο παρασιτικό, το πιο τεμπέλικο, και το πιο διεφθαρμένο τμήμα της κρατικής υπαλληλίας. Το άλλο είναι το ιδιωτικό κεφάλαιο που συναλλάσσεται με το κράτος με μη εμπορευματικούς, αλλά μονοπωλιακούς ληστρικούς όρους. Τη συναλλαγή αυτού του δεύτερου κομματιού με το κράτος την διεκπεραιώνει το πρώτο κομμάτι, ειδικά η πιο διεφθαρμένη κρατική υπαλληλία, κάτω από την προστασία και την καθοδήγηση του φασιστικού πολιτικού μπλοκ. Και τα δύο αυτά κομμάτια της κρατικής αστικής και μικροαστικής τάξης ζουν και αναπτύσσονται σαν νομείς της κρατικής γαιοπροσόδου ή και σαν απ’ ευθείας ληστές των πολιτών. Γιατί η κρατική γαιοπρόσοδος αποτελείται από τη μια από τα επίσημα φορολογικά έσοδα, που είναι ένα πελώριο τμήμα από την παραγωγική προσπάθεια όλου του έθνους, αλλά και από την άλλη από την ανεπίσημη άμεση ληστεία των πολιτών. Τέτοια είναι η εκβιαστική μίζα που αποσπά η διεφθαρμένη κρατική υπαλληλία από τους πολίτες για να διεκπεραιώσει τις νόμιμες υποθέσεις τους. Τέτοια είναι και τα ψηλά διόδια ενός αυτοκινητοδρόμου για λογαριασμό ενός κρατικού μεγαλοεργολάβου ή τα ψηλά τηλεπικοινωνιακά τέλη που έμμεσα πηγαίνουν στην τσέπη ενός κρατικού μεγαλοπρομηθευτή. Τέτοια είναι τα κρατικά και κοινοτικά χρήματα που πηγαίνουν με ψεύτικες πιστοποιήσεις από κρατικούς υπαλλήλους στους αστούς της πόλης και της υπαίθρου. Τέτοια είναι τα χρήματα που έχασαν οι εργαζόμενοι από αφεντικά που έζησαν διαφθείροντας τους επιθεωρητές εργασίας κλπ.

Τον μεγάλο όγκο του φασιστικού στρατού τον προσφέρει πάντως το πρώτο κομμάτι της κρατικής αστικής τάξης: η παρασιτική υπαλληλική γραφειοκρατία, είτε σαν μόνιμη μισθωτή, είτε σαν πιο περιστασιακή κομματική-πολιτική. Αυτή αντιμετωπίζει την θέση της στο κράτος σαν ένα είδος εδαφικής ιδιοκτησίας από το οποίο αποσπάει την κρατική γαιοπρόσοδο όπως ακριβώς ένας γαιοκτήμονας αποσπάει τη γαιπρόοσοδο από την ιδιοκτησία του της γης. Άλλωστε έτσι νοιώθει αφού η θέση του σε αυτό το κράτος είναι ισόβια (αν και όχι κληρονομική στις κατώτερες βαθμίδες) και αφού δεν ελέγχεται, ιδιότητες που εκφράζονται και στις δυο βασικές πολιτικές αρχές των πολιτικών κινημάτων αυτού του στρατού: τη μονιμότητα και τη μη αξιολόγηση. Τέτοιας, φεουδαρχικής φύσης είναι και ο αντικαπιταλισμός της κρατικής μικροαστικής τάξης που διαφέρει σε τούτο από την μικροαστική αντικαπιταλιστική αυτή της παραγωγής. Ο μικροαστός της παραγωγής παράγει και πασχίζει να παράγει όλο και περισσότερο και λιώνει και συντρίβεται απέναντι σε ένα όλο και πιο συγκεντρωμένο και γι αυτό πιο παραγωγικό μεγάλο κεφάλαιο που ασταμάτητα το γεννάει ο ελεύθερος εμπορευματικός ανταγωνισμός. Αντίθετα η παρασιτική γραφειοκρατία του σύγχρονου κράτους, όπως και η παρασιτική κρατική μεγαλοαστική τάξη αναπτύσσονται μέσα σε αυτόν τον ανταγωνισμό χάρη σ’ αυτόν αλλά όντας σε διαρκή σύγκρουση με αυτόν. Αναπτύσσονται σαν παράσιτα του μονοπώλιου που ζει μέσα στον οικονομικό ανταγωνισμό και που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε μονοπώλιο δυτικού τύπου. Αυτοί ζουν σαν βδέλλες πάνω στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και δίπλα σε αυτόν περίπου όπως οι ευγενείς στην εποχή της απολυταρχίας. Οι σύγχρονοι όμως κρατικοφεουδάρχες, μικροί ή μεγάλοι, αντίθετα με τους παλιούς δεν ζουν δίχως αυτόν τον ανταγωνισμό. Απλά δεν αποδέχονται την υπεροχή του πάνω στο μονοπώλιο που έχουν οι ίδιοι πάνω στο κράτος, δηλαδή στο μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας που τους έχει παραχωρηθεί, ούτε μπορούν να αποδεχτούν τους βασικούς οικονομικούς όρους της ελεύθερης εμπορευματικής παραγωγής και του ελεύθερου ανταγωνισμού γιατί ο πιο βασικός από αυτούς απαιτεί να μην υπάρχει απάτη ούτε στην ποιότητα, ούτε στην ποσότητα του εμπορεύματος. Αλλά αυτοί ζουν προσφέροντας ένα προϊόν, όταν το προσφέρουν, που είναι απάτη και στην ποιότητα και στην ποσότητα. Γι αυτό εξαπολύουν μύδρους ενάντια στην εμπορευματική παραγωγή και σε κάθε εμπόρευμα. Στην πραγματικότητα λειτουργούν σαν εργαλεία της οικονομικής και πολιτικής δικτατορίας του κρατικοφασιστικού μονοπώλιου. Είναι φεουδάρχες στην μορφή, αλλά είναι εντελώς σύγχρονοι μονοπωλιστές φασίστες στο περιεχόμενο της ιδεολογίας τους.

Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο πολιτικός και ιδεολογικός σκληρός πυρήνας αυτής της γραφειοκρατίας εμφανίζεται σαν ακραία μαρξιστικός, τόσο ώστε να είναι ασυμβίβαστος με κάθε εμπορευματικό ανταγωνισμό, ακόμα και με τον σχετικά ελεύθερο του πιο σύγχρονου μονοπώλιου. Μόνο σαν τέτοιος θα μπορεί όποτε χρειαστεί να απαλλοτριώσει το κάθε ιδιωτικό κεφάλαιο. Οι επικεφαλής αυτής της εξαιρετικά ιδιοτελούς αρπακτικής ομάδας της αστικής τάξης ξέρουν ότι μόνο σαν εκπρόσωποι των πιο καταπιεσμένων τάξεων θα μπορούσαν να πετύχουν αυτήν την απαλλοτρίωση και έτσι να νομιμοποιηθούν ιδεολογικά απέναντι στην κλασσική αστική τάξη και κυρίως απέναντι στις μάζες που τους απεχθάνονται. Και μόνο σαν οπαδοί όχι του σημερινού αστικού αλλά ενός πάντα μελλοντικού «λαϊκού κράτους» θα μπορούσαν να δεχτούν στήριξη από τις μάζες ενάντια στο κλασσικό κεφάλαιο. Γι αυτό στην πιο «συνεπή» παρασιτική τους έκφραση δεν στέκονται σαν απλοί μαρξιστές, ας πούμε σαν συμβιβασμένοι σοσιαλδημοκράτες, αλλά σαν ασυμβίβαστοι με κάθε ταξική ανισότητα, με κάθε μισθωτή εργασία με κάθε αστική αξιολόγηση και κυρίως με κάθε εμπορευματοποίηση του προϊόντος της κοινωνικής εργασίας. Εμφανίζονται λοιπόν υποχρεωτικά σαν «αριστεροί κομμουνιστές». Στην μορφή ωστόσο η θεωρία τους μοιάζει με τον «φεουδαρχικό κομμουνισμό» που τόσο καθαρά ξεσκεπάζουν στο κομμουνιστικό μανιφέστο οι Μαρξ και Έγκελς. Λέμε στην μορφή, γιατί στην ουσία ο κομμουνισμός τους είναι ένας «ιμπεριαλιστικός κομμουνισμός» ένας κομμουνισμός του φασιστικού μονοπώλιου όπως θα δούμε παρακάτω ανεξάρτητα από τη συνείδηση πολλών λαϊκών στοιχείων που αποτελούν αυτό το στρατό . Εκεί που ξεσκεπάζονται όπως και οι φεουδάρχες πρόγονοί τους στους ταξικούς μαρξιστές είναι όταν υποχρεώνονται να υπερασπίσουν την κρατική περιουσία σαν πιο αριστερή από την ιδιωτική, το κρατικό κεφάλαιο πιο αριστερό από το ιδιωτικό και κυρίως όταν απαιτούν το κράτος να είναι λαϊκό.

Το ότι ο στενός πυρήνας τους και ο πυρήνας της ιδεολογίας τους είναι κομμουνιστικός στη μορφή δεν σημαίνει ότι αυτοί κινούνται μόνο με αυτήν την μορφή. Είναι πολύ πολιτικοί για να επιδείξουν έναν σεχταρισμό που θα τους απομόνωνε από κάθε σύμμαχο στρώμα και τάξη. Έτσι με πυρήνα τον «κομμουνισμό» τους και τον αντίστοιχο στενό «κομμουνιστικό» τους στρατό με τον οποίο αποχτούν ερείσματα ακόμα και μέσα σε καθυστερημένα πολιτικά τμήματα της εργατικής τάξης, συγκροτούν ευρύτερα ιδεολογικά μέτωπα μέσα από τα οποία συσπειρώνουν τις αντίστοιχες συμμαχικές ή ταλαντευόμενες ταξικές δυνάμεις. Γίνονται λοιπόν «αντιιμπεριαλιστές και αντιμονοπωλιστές» πατριώτες και δημοκράτες όταν χρειάζεται να συσπειρώσουν την παραγωγική μικροαστική τάξη και την μεσαία αστική τάξη που ζει από την ντόπια περιορισμένη αγορά. Γίνονται ακόμα και ανθρωπιστές και ρομαντικοί ιδεαλιστές όταν θέλουν να συσπειρώσουν στο φασιστικό τους πρόγραμμα και ορισμένους φιλελεύθερους αστούς, ιδιαίτερα την πνευματική αστική ελίτ που απεχθάνεται την χυδαιότητα της εμπορευματικής παραγωγής ειδικά στον τομέα της τέχνης και της κουλτούρας.

Αυτά τα φαινόμενα τα συναντούμε στην πιο αντιπροσωπευτική και συμπυκνωμένη μορφή τους στην κρατική παιδεία, ιδιαίτερα την πανεπιστημιακή. Σε αυτήν την τελευταία βρίσκεται η ναυαρχίδα όχι μόνο όλης της παρασιτικής εκπαιδευτικής γραφειοκρατίας αλλά όλης της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας γενικά. Επίσης εδώ βρίσκεται η ιδεολογική ηγεσία αυτής της γραφειοκρατίας. Αυτή η γραφειοκρατία δεν είναι η πιο διεφθαρμένη αφού υπάρχει η φορολογική και η πολεοδομική πριν από αυτήν, ούτε είναι η πιο τεμπέλικη αφού υπάρχει η γραφειοκρατία των δήμων. Είναι όμως η πιο καταστροφική από όλες και η πιο ιδεολογικά και πολιτικά διεφθαρμένη γιατί έχει αναλάβει να καταστρέψει την έρευνα και το επιστημονικό πνεύμα της χώρας.

Ο ηγεμονικός της ρόλος προέρχεται από την διπλή της ιδιομορφία να είναι η πιο μορφωμένη και ιδεολογικά πιο κοντά στο κρατικό πνεύμα, όπως όλη η πανεπιστημιακή ελίτ και από την άλλη να είναι η μόνη που έχει θεσμοθετημένο μονοπώλιο, δηλαδή η μόνη για την οποία υπάρχει απαγόρευση ύπαρξης κάθε εμπορευματικής μορφής που θα μπορούσε να παράγει το προϊόν που παράγει η ίδια, δηλαδή την εκπαίδευση και την έρευνα. Με λίγα λόγια δεν επιτρέπεται να υπάρχει καπιταλιστής ανταγωνιστής της που θα λειτουργούσε σαν έμμεσος ελεγκτής και σαν μέτρο σύγκρισης αυτής της δουλειάς. Η θεσμοθέτηση αυτού του μονοπώλιου δεν ήταν έργο της ίδιας της παρασιτικής γραφειοκρατίας των ΑΕΙ, αλλά της πολιτικής εξουσίας, που σε μεγάλο βαθμό γέννησε, προστάτεψε και δυνάμωσε και κοινωνικά-οικονομικά και πολιτικά αυτήν την γραφειοκρατία.
Η γραφειοκρατία αυτή συγκροτήθηκε αρχικά μέσα από την ντεφάκτο μονιμότητα του βοηθητικού πανεπιστημιακού προσωπικού την οποία κατέκτησε ύστερα από την διοικητική ισχύ που της παραχωρήθηκε για συμμετοχή στην εκλογή των οργάνων, τη λεγόμενη συνδιοίκηση. Στη συνέχεια αυτή η γραφειοκρατία ανδρώθηκε οικονομικά μέσα από τη διαχείριση ενός μεγάλου μέρους των πανεπιστημιακών υποδομών, και πιο τελευταία από την υφαρπαγή του ευρωπαϊκού χρήματος των δύο πρώτων κοινοτικών πακέτων για την έρευνα.
Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι αυτήν την οικονομική και διοικητική εξουσία αυτή η γραφειοκρατία την απέκτησε από τα πάνω, από την κεντρική πολιτική εξουσία. από τα 1975 με τη συμμετοχή του κατώτερου ΔΕΠ και των φοιτητών στις εκλογές των πανεπιστημιακών αρχών. Ύστερα την διεύρυνε στην πράξη σε στενή συνεργασία με τα πιο μαζικά, δηλαδή τα πιο βασικά διοικητικά εργαλεία του ηγεμονικού πολιτικού συστήματος μέσα στα Πανεπιστήμια που λέγονται φοιτητικές παρατάξεις, ιδιαίτερα τις «αριστερές». Στην ουσία παρασιτική εκπαιδευτική γραφειοκρατία και φοιτητικές παρατάξεις λειτουργούν σαν θεσμικό μπλοκ εξουσίας, σαν καθεστωτικό ηγεμονικό μπλοκ στα Πανεπιστήμια εδώ και τρεις δεκαετίες.
Σε κοινωνικό επίπεδο πρόκειται για ένα μπλοκ εξουσίας στη βάση του παρασιτισμού τον οποίο το μπλοκ έχει αναλάβει να αναπαράγει σε ευρύτερο επίπεδο. Στην βασική λογική του συμμαχικού αυτού μπλοκ βρίσκεται μια ανταλλαγή. Η παρασιτική γραφειοκρατία του διδακτικού προσωπικού, δηλαδή το πιο επιστημονικά μέτριο, και το πιο διδακτικά αδιάφορο τμήμα των διδασκόντων παίρνει την διοικητική εξουσία και από κει την οικονομική εξουσία στα Πανεπιστήμια μέσα και από την στήριξη και την ψήφο των πιο μορφωτικά αδιάφορων ή εχθρικών προς τη μελέτη και την έρευνα φοιτητών. Αυτήν την ψήφο την διαχειρίζεται το ηγετικό οργανωμένο στρώμα των φοιτητικών παρατάξεων. Η πιο μαχητική βαθμίδα αυτού του στρώματος είναι το φοιτητικό μικροαστικό λούμπεν που δεν βλέπει μέλλον ούτε από τον εισοδισμό στα αστικά κόμματα, ούτε από ένα ψηλό επίπεδο μόρφωσης από την οποία ήδη έχει αποξενωθεί. Γι αυτό είναι το πιο ριζοσπαστικό «αντικαπιταλιστικό» και γι αυτό το πιο μαρξιστικό στη μορφή του. Αυτό το τελευταίο είναι απαραίτητο σαν μηχανισμός βίας για να κάνει μπούκες στις πρυτανείες, να διαλύει εκλογικές διαδικασίες και αποφάσεις που δεν ευνοούν την καθεαυτό παρασιτική γραφειοκρατία, να καταλαμβάνει εργαστήρια και όποτε χρειαστεί στο βαθύ καθεστώς να σπάει και να τραμπουκίζει ανοιχτά. Οι πιο «επίσημες» παρατάξεις, ιδιαίτερα οι «αριστερές» αφήνουν στην παράταξη του μικροαστικού λούμπεν το καθήκον της βίας ενάντια στους εκπαιδευτικούς-εχθρούς του καθεστωτικού μπλοκ προκειμένου να μην εκτίθενται οι ίδιες και κυρίως τα κόμματα πολιτικοί τους προστάτες τους ώστε να μπορούν να συμμετέχουν πραγματικά στο «καθώς πρέπει» παιχνίδι της εξουσίας με τους πραγματικούς ή πλασματικούς «ανθρώπους του πνεύματος».
Σε αντάλλαγμα της εξουσίας τους η εκπαιδευτική παρασιτική υπαλληλία ή οι συμβιβασμένοι πρώην επιστήμονες εκπαιδευτικοί παραδίδουν σε όλο αυτό το φοιτητικό στρατό βίας ένα γενικά «εύκολο» πτυχίο χωρίς χρήσιμη αξία, οπότε και ανταλλακτική αξία, που θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί στην αγορά της γνώσης ή αλλιώς της ειδικευμένης μισθωτής εργασίας. Όμως ενώ αυτού του είδους το πτυχίο στα χέρια του οποιουδήποτε άλλου φοιτητή θα ήταν ένα διαβατήριο για την ανεργία, στα χέρια των στελεχών των φοιτητικών πολιτικών στρατών μπορεί να είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Γιατί αυτοί προορίζονται για μέλη της παρασιτικής κρατικής γραφειοκρατίας με την ευρύτερη έννοια. Ασκώντας για αρκετά χρόνια ένα κομμάτι εξουσίας μέσα στα Πανεπιστήμια, συχνά το πιο βασικό, έχουν γίνει πολιτικά ειδικοί στην σύσταση πολιτικών συμμοριών, στη διάλυση της έρευνας, και στην καταπίεση και διαφθορά των συμφοιτητών τους. Πάνω από όλα έχουν αποκτήσει τεράστια πείρα στα παρασκήνια της πανεπιστημιακής εξουσίας σαν μεσολαβητές ανάμεσα στην καθηγητική ελίτ, το μεσαίο διδακτικό προσωπικό και τους φοιτητές. Η πιο μεγάλη τους ειδίκευση είναι στο να ασκούν φασισμό διαστρεβλώνοντας κατάλληλα τις δημοκρατικές συνδικαλιστικές μορφές. Πρόκειται για τα νεώτερα στελέχη του κεντρικού κομματικού κράτους. Οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι τους πιο ταλαντούχους από αυτούς τους κρατάνε αρκετά χρόνια «στη δουλειά» για να οργανώνουν χάρη στη μεγάλη πείρα τους κομματικούς φοιτητικούς στρατούς και να στρατολογούν σε αυτούς διαρκώς καινούργιο αίμα. Έτσι το πτυχίο τους, όποτε το πάρουν, έχει αληθινή αξία στη δοσμένη κοινωνία.. Οι φορείς ενός τέτοιου πλασματικού πτυχίου μπορούν να ελπίζουν σε μια καλύτερη θέση στους κεντρικούς τους κομματικούς στρατούς και από κει, όταν οι στρατοί αυτοί παίρνουν την εξουσία, να βρίσκουν στελεχική θέση σε τμήματα του ευρύτερου κρατικού μηχανισμού ΔΕΚΟ, συνδικάτα, δήμους, μη κυβερνητικές οργανώσεις (που στην Ελλάδα είναι πάντα πληρωμένες κρατικές ή παρακρατικές οργανώσεις). Ακόμα μπορούν να γίνονται στελέχη της κρατικοδίαιτης ιδιωτικής αστικής τάξης ή και τέτοια αστική τάξη και οι ίδιοι. Τέλος είναι δυνατό οι πιο διαβαστεροί και φιλόδοξοι από αυτούς να αναπαράγουν άμεσα στην παρασιτική γραφειοκρατία, ανεβαίνοντας ακαδημαϊκά με την κατάλληλη στήριξη δηλαδή με τόσο πλασματικά «αυθεντικά» ντοκτορά όσο αυθεντικό ήταν το πνεύμα και τα ντοκτορά των εκπαιδευτών τους. Προορίζονται δηλαδή στη χειρότερη περίπτωση για μέλη της κατώτερης γραφειοκρατίας του ευρύτερου κράτους και στην καλύτερη για μέλη της συνδικαλιστικής, πολιτικής, οικονομικής ακόμα και ακαδημαϊκής κρατικής παρασιτικής αστικής τάξης.

Η συμμαχία του παρασιτικού εκπαιδευτικού στρώματος με τους φοιτητές είναι καθοριστική για τους συσχετισμούς εξουσίας μέσα στα Πανεπιστήμια, αλλά είναι αδύνατο να γίνει κυριαρχική γιατί από μόνη της είναι μειοψηφική και μέσα στο διδακτικό προσωπικό και μέσα στους φοιτητές. Οι εκπαιδευτικοί θέλουν να κάνουν έρευνα και οι φοιτητές θέλουν πτυχία με αξία. Όλοι τους θέλουν τη γνώση και κανείς δεν γεννήθηκε τεμπέλης. Η διαφθορά δεν μπορεί να γίνει πλειοψηφική αν δεν οργανωθεί και αν δεν οργανώσει όλη την άγνοια και όλα τα ελαττώματα των ανθρώπων. Χωρίς να συσπειρώσει πίσω του την πλειοψηφία των καθηγητών και κυρίως των φοιτητών το παρασιτικό μπλοκ είναι καταδικασμένο σε απομόνωση και συντριβή.
Αυτό τον συσπειρωτικό ρόλο παίζει το σύνθημα ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης, που βασικά σημαίνει απαγόρευση των ιδιωτικών Πανεπιστημίων.
Με αυτό το σύνθημα το μπλοκ απευθύνεται στους φοιτητές σαν σε μελλοντικούς κατόχους πτυχίου και τους καλεί να συντρίψουν τους υποψήφιους ανταγωνιστές τους που θα θελήσουν να εμφανιστούν με πτυχία ιδιωτικών πανεπιστημίων στην αγορά εργασίας. Στο βαθμό μάλιστα που οι ιδιωτικές σχολές βγάζουν χιλιάδες πτυχιούχους κάθε χρόνο τους δείχνουν τι σημαίνει η αναγνώριση αυτών των πτυχίων από το κράτος σε μια εποχή και σε μια χώρα πρωταθλητή της ανεργίας των πτυχιούχων. Πρόκειται για ένα κάλεσμα σε κανιβαλισμό αντίστοιχο με το κάλεσμα που κάνουν οι ρατσιστές στους ντόπιους εργάτες, ιδιαίτερα στους άνεργους να διώξουν από την αγορά εργασίας τους μετανάστες προκειμένου να βρουν οι ίδιοι πιο εύκολα δουλειά.
Η επίσημη, η «θεωρητική» δικαιολόγηση αυτού του κανιβαλισμού γίνεται με δυο επιχειρήματα.
Το ένα, το πιο βαθύ και το πιο δημοφιλές είναι ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ευνοούν τους πλούσιους και σαν τέτοια δυναμώνουν την κοινωνική ανισότητα. ¨Άρα, ισχυρίζονται, δεν πρόκειται για κανιβαλισμό μεταξύ φτωχών αλλά για ταξική πάλη ανάμεσα στα παιδιά των πλούσιων και τα παιδιά των φτωχών. Εννοείται ότι κανένα προοδευτικό κίνημα στην ιστορία, πόσο μάλλον οι μαρξιστές, δεν κάλεσε ποτέ σε κίνημα νεολαίων ενάντια σε νεολαίους μόνο και μόνο στη βάση της όποιας κοινωνικής θέσης τους, πόσο μάλλον στη βάση της ταξικής θέσης των γονιών τους.

Αυτό είναι το πιο βασικό επιχείρημα και απευθύνεται όχι μόνο στους φοιτητές σαν διαταξικό κοινωνικό στρώμα, αλλά απευθύνεται και στους μαθητές και στα μικροαστικά στρώματα και στην εργατική τάξη. Δηλαδή επιζητεί και σε ένα βαθμό πετυχαίνει την παλλαϊκή κάλυψη ενός αντιδραστικού κινήματος. Το επιχείρημα είναι το εξής: «το ιδιωτικό Πανεπιστήμιο θα δώσει τη δυνατότητα στους πλούσιους να αποκτήσουν ένα πτυχίο και θα μετατρέψει έτσι τη μόρφωση σε εμπόρευμα. Όταν το Πανεπιστήμιο είναι κρατικό, το πτυχίο και η μόρφωση είναι κοινωνικά αγαθά και οι άνθρωποι τα απολαμβάνουν ανεξάρτητα από την κοινωνική τους θέση. Αφού δηλαδή οι σπουδές είναι δωρεάν, δωρεάν είναι για τους φτωχούς και το πτυχίο. Άρα οι φτωχοί και οι πλούσιοι είναι ίσοι απέναντι στο πτυχίο ίσοι και απέναντι στο επάγγελμα και απέναντι στη δουλειά. Με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια οι πλούσιοι θα παίρνουν τα πτυχία και τις δουλειές. ΄Η, τουλάχιστον, θα τις παίρνουν περισσότερο από σήμερα και η ανισότητα θα γίνει πιο μεγάλη στις σπουδές και στη ζωή. Συμπέρασμα «όχι η παιδεία εμπόρευμα. Όχι στην ιδιωτική εκπαίδευση. Δωρεάν παιδεία. Ίση παιδεία για όλους».

Ο πυρήνας αυτού του συλλογισμού βρίσκεται στη θέση ότι η ανώτατη παιδεία είναι τώρα δωρεάν κοινωνικό αγαθό που δίνει χοντρικά τη δυνατότητα των ίσων ευκαιριών, ενώ τα ιδιωτικά πανεπιστήμια θα την κάνουν εμπόρευμα προσιτό περισσότερο στους πλούσιους.

Η ΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ ΕΧΕΙ ΜΕΣΑ ΤΗΣ ΤΗΝ ΙΔΙΩΤΙΚΗ

Όμως η κρατική ανώτατη παιδεία, και γενικότερα η κρατική παιδεία δεν είναι σήμερα δωρεάν αγαθό. Πληρώνεται από όλους τους πολίτες, πλούσιους και φτωχούς, και περισσότερο από τους φτωχούς, από τους οποίους το σημερινό κράτος εισπράττει τους περισσότερους φόρους. Στην ανώτατη κρατική παιδεία φοιτητές από πλούσιες, μεσαίες και φτωχές οικογένειες -στην κοινωνική τους προέλευση- πληρώνονται από όλη την κοινωνία για να σπουδάσουν. Όμως στις σπουδές αυτές δεν φτάνουν στον ίδιο βαθμό όλες οι τάξεις. Οι φτωχοί φτάνουν λιγότερο από τους μεσαίους και οι πλούσιοι αντιπροσωπεύονται περισσότερο στα Πανεπιστήμια από όσο στην κοινωνία γενικά. Κανείς δεν αμφισβητεί ότι για τα Πανεπιστήμια επελέγησαν τελικά όσοι πλήρωσαν για τη γνώση ή εκείνους που είχαν ‘‘κληρονομικό δικαίωμα’’ πάνω στη γνώση. Η επιλογή δηλαδή στηρίχτηκε στο ότι κάποιοι είτε μπόρεσαν κι αγόρασαν το εμπόρευμα που λέγεται φροντιστηριακή κατάρτιση ή ενισχύθηκαν δωρεάν από τους σχετικά πιο μορφωμένους και συνήθως πιο εύπορους γονείς τους. Με λίγα λόγια μπροστά στις εισαγωγικές εξετάσεις οι άνθρωποι δεν βρέθηκαν σαν ίσοι, αλλά σαν άνισοι, και οι γνώσεις τους είχαν προϋπάρξει σαν εμπόρευμα πριν ενσωματωθούν στην δήθεν δωρεάν πανεπιστημιακή παιδεία για τους πιο πετυχημένους ανάμεσά τους. Μέσα λοιπόν στην δωρεάν κρατική παιδεία υπάρχει, αν και κρυμμένη η ιδιωτική παιδεία και η ταξική επιλογή.
Αλλά η κρατική παιδεία αποκαλύπτεται σαν εμπορευματική και ταξική όχι μόνο στις προϋποθέσεις της αλλά και στις συνέπειές της όταν το ίδιο το πτυχίο γίνεται επίσης ένας εμπορευματικός τίτλος. Με το κατάλληλο πτυχίο μπορεί κανείς να κερδίσει μια θέση ή στην ιδιωτική επιχείρηση ή στην κρατική γραφειοκρατία ή, ενδιάμεσα, στην μεταπτυχιακή παιδεία από την οποία θα εξασφαλίσει έναν ανώτερο εμπορευματικό τίτλο-πτυχίο. Αυτό είναι ανεξάρτητο από το ότι τα πτυχία ξεπέφτουν με τον ίδιο τρόπο που ξεπέφτουν όλα τα εμπορεύματα που η προσφορά τους είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση. Αυτό ισχύει για πτυχία με χαμηλή ζήτηση εξ αιτίας του χαμηλού επιπέδου της σχολής από την οποία δόθηκαν (δηλαδή χαμηλής αξίας χρήσης) ή για πτυχία που δεν αντιστοιχούν σε καμία ζήτηση στη δοσμένη αγορά (όπως πχ. τα πτυχία της πυρηνικής φυσικής και αεροναυπηγικής σε μια χώρα σαν τη δικιά μας που δεν παράγει πυρηνική ενέργεια και δεν κατασκευάζει αεροπλάνα. Σε τέτοιες περιπτώσει με ένα πτυχίο γενικά ψηλής ανταλλακτικής αξίας στην παγκόσμια αγορά εξασφαλίζει κανείς μια θέση στον εφεδρικό στρατό των ανέργων στην ελληνική αγορά). Εννοείται ότι η ταξική χρήση του πτυχίου είναι ανεξάρτητή από το ότι πολλοί φτωχοί άνθρωποι πέθαναν στις στερήσεις και στη δουλειά για να θρέψουν, να προετοιμάσουν για τις σπουδές και να σπουδάσουν ένα ταλαντούχο παιδί που ύστερα άλλαξε κοινωνική τάξη.
Όλα τα παραπάνω δεν αναιρούν λοιπόν αλλά επιβεβαιώνουν το γεγονός ότι ο κάτοχος πτυχίου είναι κάτοχος εμπορευματικού τίτλου και επιχειρεί να πουλήσει αυτόν τον τίτλο όσο γίνεται πιο ακριβά. Κανείς δεν παρέχει σήμερα το πτυχίο του δωρεάν στην κοινωνία, πράγμα που θα έκανε συνεπείς στην ταξικίστικη δημαγωγία τους κήρυκες της δήθεν «ίσης και δωρεάν» παιδείας. Αντίθετα, ο κάτοχος του πιο καλού πτυχίου, του πιο έγκυρου Πανεπιστήμιου, της πιο αποδοτικής ειδικότητας, εξελίσσεται συνήθως σε έναν καλό αστό που, αφού σπούδασε δωρεάν με χρήματα κύρια της φτωχολογιάς, κάθεται αν μπορέσει, στο σβέρκο της. Εννοείται ότι αυτό γίνεται περισσότερο με τους γόνους της αστικής τάξης που συνήθως μαζί με το καλό πτυχίο κουβαλάνε κληρονομικά και καλές οικονομικές και κομματικές διασυνδέσεις.
Να λοιπόν πως στην κοινωνία της ανισότητας που ζούμε η κρατική παιδεία είναι παιδεία της ανισότητας και της εκμετάλλευσης, είναι δηλαδή παιδεία του ιδιωτικού συμφέροντος και παιδεία για λίγους.
Αυτά συμβαίνουν επειδή το κράτος είναι το αστικό κράτος, δηλαδή κράτος των εκμεταλλευτών που φροντίζει για να αναπαράγει και να οργανώνει την ανισότητα μέσα στην κοινωνία.

Το ‘‘όχι στα ιδιωτικά πανεπιστήμια’’ που προφέρεται στο όνομα του λαού είναι λοιπόν κατ’ αρχήν ένα σύνθημα γεμάτο υποκρισία, αφού υπάρχουν δύο ιδιωτικές συνθήκες μέσα στη δημόσια παιδεία: το ιδιωτικό φροντιστήριο και το ιδιωτικό πτυχίο.
Για να έχει κάποιο αριστερό νόημα αυτό το σύνθημα πρέπει να έχουμε μια κοινωνία χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, ώστε να μην είναι εμπόρευμα η εργατική δύναμη, να μην είναι εμπόρευμα το πτυχίο και να μην είναι εμπόρευμα η διδασκαλία. Σε μια τέτοια κοινωνία το κράτος είτε θα είναι επαναστατικό κράτος των φτωχών ή δε θα υπάρχει καθόλου κράτος. Στην πρώτη περίπτωση θα μπορεί να είναι θετικό το σύνθημα «η παιδεία στο κράτος». Λέμε «θα μπορεί» να είναι θετικό γιατί και τότε ακόμα κανείς δεν πρέπει να στερεί από τους άμεσους παραγωγούς και από τις λαϊκές οργανώσεις εξουσίας στα διάφορα επίπεδά της (πχ εργοστασιακές μονάδες, αγροτικές παραγωγικές μονάδες, γειτονιές και πόλεις) να έχουν και να διαχειρίζονται με τον τρόπο που αυτοί θέλουν τα δικά τους σχολεία για τα δικά τους παιδιά. Και μάλιστα για ορισμένα μαθήματα και για ορισμένα σχολεία μπορεί να υπάρχει ακόμα και κάποια πληρωμή στον λαϊκό εκπαιδευτικό οργανισμό εφόσον θα υπάρχει ακόμα εμπορευματική παραγωγή στη δοσμένη κοινωνία.

Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση για μια άλλη στιγμή. Εδώ δεν μιλάμε για την πορεία προς την ανθρώπινη απελευθέρωση. Εδώ μιλάμε για άμυνα απέναντι στον προελαύνοντα φασιστικό μεσαίωνα. Γιατί το «υποχρεωτικά κρατική παιδεία» ή καλύτερα το «απαγόρευση στην ιδιωτική εκπαίδευση» που τώρα εξειδικεύεται στο «όχι στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια» δεν είναι απλά μια συντηρητική πρόταση, είναι ένα συγκεκριμένο φασιστικό σύνθημα που υψώνεται σαν πολεμική σημαία ενός ακόμα πιο συγκεκριμένου φασιστικού κινήματος.

Το δεύτερο επιχείρημα, το πιο πραγματιστικό και πιο οικονομίστικο προσφέρεται περισσότερο σαν επίσημο πρόσχημα αλλά είναι πολύ πιο αδύναμο. Πρόκειται για το ότι το ιδιωτικό κεφάλαιο θα μοίραζε πανεπιστημιακά πτυχία χωρίς αξία στους πλούσιους μόνο και μόνο για να παίρνει λεφτά.
Κατ αρχήν το αγαπημένο κράτος των μικροαστών μπορεί πολύ άνετα να εξετάσει όλους τους πτυχιούχους προκειμένου να εξακριβώσει αν έχουν τις μίνιμουμ γνώσεις που αντιστοιχούν στο πτυχίο τους ώστε να τους επιτρέψει να ασκήσουν το επάγγελμά τους. Άλλωστε το ιδιωτικό κεφάλαιο που θα δώσει πτυχία χωρίς αξία θα εξαπατήσει λίγους ανθρώπους για λίγο χρόνο και μετά θα συντριβεί. Αλλά ο στόχος κάθε κεφάλαιου είναι το κέρδος και η αναπαραγωγή του κέρδους σε πιο διευρυμένη κλίμακα και όχι η συντριβή του. Άλλωστε ο κίνδυνος του υποβαθμισμένου πτυχίου έχει ήδη γίνει πραγματικότητα από μια σειρά κρατικές σχολές που δίνουν σήμερα χιλιάδες πτυχία χωρίς καμιά αξία. Παραπέρα το κάθε ξεχωριστό πτυχίο και σήμερα αξιολογείται διαρκώς στην αγορά εργασίας για την πραγματική του αξία με εξετάσεις ανταγωνισμού είτε από το ίδιο το κράτος σαν εργοδότη (ΑΣΕΠ), είτε με εξονυχιστικούς ελέγχους και συνεντεύξεις από το ιδιωτικό κεφάλαιο. Ανεξάρτητα και από αυτές τις διαδικασίες η ίδια η αγορά και γενικότερα η παραγωγική πρακτική αργά ή γρήγορα απονέμει με τρομακτική ακρίβεια την πραγματική ανταλλακτική του αξία σε κάθε πανεπιστημιακό πτυχίο, κρατικό ή ιδιωτικό παντού στον κόσμο. Στην πραγματικότητα σήμερα στη χώρα μας, χώρα υπερπληθώρας πτυχιούχων, ένα ελάχιστο ποσοστό πτυχίων μπαίνουν στ’ αλήθεια στον ανταγωνισμό για μια θέση. Πρόκειται κατά τεκμήριο για τα πτυχία με τους μεγαλύτερους βαθμούς των γνωστών σε όλους καλύτερων σχολών. Τον τίτλο του καλύτερου τον απονέμει πάλι με έναν αρκετά μετρήσιμο τρόπο ο κατώτερος βαθμός με τον οποίον εισάγεται ένας υποψήφιος στις πανελλαδικές εξετάσεις σε κάθε ξεχωριστή σχολή. Βλέπουμε δηλαδή ότι πάντα μέσα στο κρατικό μονοπώλιο της ανώτατης παιδείας δουλεύει με τον δικό του αδυσώπητο τρόπο ο ανταγωνισμός των υποψήφιων φοιτητών, ο ανταγωνισμός των φοιτητών και ο ανταγωνισμός των πτυχιούχων.
Τέλος και το πιο βασικό από όλα. Υπάρχει ήδη μπροστά μας ένα ζωντανό δείγμα ιδιωτικής παιδείας που είναι σήμερα πιο αποδοτική από την κρατική. Είναι η φροντιστηριακή παιδεία και η ιδιωτική παιδεία στη μέση και στη στοιχειώδη εκπαίδευση που λες και υπάρχουν επίτηδες για να θυμίζουν διαρκώς την καταστροφή που έχει σκορπίσει η παρασιτική γραφειοκρατία πάνω στις αντίστοιχες βαθμίδες της κρατικής εκπαίδευσης. Αυτός είναι ο βασικός λόγος που το αντίστοιχο της ΠΟΣΔΕΠ όργανο της παρασιτικής γραφειοκρατίας για τη μέση εκπαίδευση, η ΟΛΜΕ, έχει κηρύξει έναν ασταμάτητο πολιτικό ιδεολογικό πόλεμο στην ιδιωτική παιδεία. Είναι φυσικό να είναι αυτή ο κύριος εχθρός της, γιατί αυτός ακριβώς κάνει ζωντανή, παραστατική για τις μάζες την κριτική εναντίον της κρατικής παιδείας και πιο πολύ της καθηγητικής διάλυσης την οποία καθοδηγεί και οργανώνει σε όλα τα επίπεδα η ΟΛΜΕ..

Ο ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΗΣ ΓΡΑΦΕΙΟΚΡΑΤΙΑΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ

Η πάλη ενάντια στην αξιολόγηση που συνεπάγεται η γνώση σαν εμπόρευμα είναι ο βασικός λόγος για τον οποίο κύρια εξεγείρεται η παρασιτική εκπαιδευτική γραφειοκρατία των ΑΕΙ ενάντια στα ιδιωτικά Πανεπιστήμια. Η ιδιωτική εκπαίδευση είναι η πιο αδυσώπητη έμμεση αξιολόγηση της κρατικής εκπαίδευσης, δηλαδή της δουλειάς της παρασιτικής γραφειοκρατίας που κυριαρχεί σε αυτήν. Στην πραγματικότητα είναι η αξιολόγηση, η κάθε αξιολόγηση από τα πάνω ή από τα κάτω, από το κράτος ή από τους εκπαιδευόμενους, από την καθ αυτό εμπορευματική παραγωγή ή έξω από αυτήν, εκείνο που πάνω απ όλα απεχθάνεται και που τρέμει η γραφειοκρατία αυτή και στα ΑΕΙ και στις κατώτερες βαθμίδες της κρατικής εκπαίδευσης. Η αντιιδιωτική υστερία της προέρχεται από το ότι κυρίως από την εμπορευματική παραγωγή μπορεί να έρθει σήμερα η αξιολόγηση της και δευτερευόντως γιατί στην άρνηση εκείνης της αξιολόγησης μπορεί να δίνει αυτή η ομάδα της αστικής παρακμής αντικαπιταλιστική δημαγωγική χροιά και να συσπειρώνει τα πιο πλατειά της κοινωνικά μέτωπα.
Ότι η αξιολόγηση αυτή καθ εαυτή, δηλαδή η οποιαδήποτε πραγματική αξιολόγηση, είναι αυτό που εξοργίζει πάνω απ όλα την παρασιτική γραφειοκρατία γιατί ακριβώς η αξιολόγηση την καταργεί σαν τέτοια, αποδεικνύεται καθαρά σήμερα που η εξωτερική αξιολόγηση των ΑΕΙ προτείνεται από την ΕΕ οπότε ενάντια σε αυτήν ρίχνει η ΠΟΣΔΕΠ τα κύρια πυρά της. Η ματαίωση αυτής της αξιολόγησης είναι γι’ αυτήν ζήτημα ζωής και θανάτου και αν υπάρξει περίπτωση να της επιβληθεί πραγματικά είναι διατεθειμένη να κλείνει τα Πανεπιστήμια επ’ αόριστο σε συμμαχία με το φοιτητικό λούμπεν.
Το ίδιο δεν έκανε άλλωστε τόσο πετυχημένα η ΟΛΜΕ όταν στα 1998 ξεσήκωσε τους μαθητές και ηγήθηκε του αγώνα τους για να καταργηθεί η μεταρρύθμιση Αρσένη; Ποιος ήταν ο κύριος και βασικός στόχος αυτής της μεταρρύθμισης; Μα ακριβώς αυτό: να αξιολογηθούν οι καθηγητές από το κράτος και από τους μαθητές. Η ΟΛΜΕ είχε καταδικάσει εκ των προτέρων τους κρατικούς αξιολογητές που πρόβλεπε η μεταρρύθμιση Αρσένη σαν πραιτωριανούς αποδεικνύοντας ότι δεν ήταν καθόλου το καθοριστικό σε αυτήν το ιδιωτικό ή το κρατικό στην παιδεία αλλά η αξιολόγηση, εν προκειμένω η αξιολόγηση από τον εργοδότη των καθηγητών, το αστικό κράτος. Για να συσπειρώσει τους μαθητές στην απόρριψη όλης της μεταρρύθμισης, οπότε και της αξιολόγησης, η ΟΛΜΕ (δηλαδή οι ηγετικές παρατάξεις της, βασικά οι ψευτοαριστερές) είχε πιαστεί από το πιο αντιδραστικό και αντίθετο με τις διαθέσεις των μαθητών στοιχείο της μεταρρύθμισης Αρσένη που ήταν να προστεθούν όλα σχεδόν τα μαθήματα του σχολείου στην ύλη των εξετάσεων για το πανεπιστήμιο. Με αυτόν τον τρόπο η μεταρρύθμιση προσπαθούσε να σώσει το Λύκειο κρεμώντας το από τον ανταγωνισμό για τα ΑΕΙ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ΟΛΜΕ δεν μπόρεσε τότε να ξεσηκώσει τους καθηγητές γιατί εδώ και χρόνια τους έχει χάσει και εξαιτίας της εκπαιδευτικής παρακμής στην οποία ηγήθηκε και εξαιτίας της άθλιας οικονομικής θέσης στην οποία σταδιακά τους έριξε. Τώρα είναι ακόμα πιο απομονωμένη από αυτούς και σχεδόν μισητή. ¨Όμως δεν παύει να ελέγχει ουσιαστικά και να διαλύει όλη τη μέση εκπαίδευση, ακριβώς επειδή αντλεί την ισχύ της από το ηγεμονικό πολιτικό σύστημα..

Αν θέλει να έχει κανείς ένα μέτρο του μίσους της παρασιτικής γραφειοκρατίας των ΑΕΙ για την έμμεση αξιολόγηση της δουλειά της μέσα από την εμπορευματική μορφή που αυτή θα μπορούσε να πάρει δεν έχει παρά να θυμηθεί τον τρόπο με τον οποίο ποδοπάτησε και κατέστρεψε τα ΠΣΕ (προγράμματα σπουδών επιλογής) που με νόμο του κράτους τα εισήγαγε στα ΑΕΙ και τα χρηματοδότησε η ΕΕ. Αυτά τα προγράμματα έδιναν τη δυνατότητα σε νέους με ή χωρίς πτυχίο να πάρουν μια εξειδικευμένη εκπαίδευση μέσα στα ΑΕΙ και να αποκτήσουν ένα πιστοποιητικό σπουδών σε ένα συγκεκριμένο πεδίο ειδίκευσης. Το σε πόσο βαθμό αυτή η διαδικασία θα ανανεωνόταν και θα αναπαραγόταν σε διευρυμένη κλίμακα θα εξαρτιόταν από την ποιότητα του προϊόντος. Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι οι σχολές και τα τμήματα που θα κάνανε την καλύτερη δουλειά θα αναπτύσσανε την δραστηριότητά τους και σε όγκο και σε ποιότητα. Ο κίνδυνος για την παρασιτική γραφειοκρατία να δημιουργηθεί ένα καταστροφικό γι αυτήν αξιολογικό προηγούμενο ήταν θανάσιμος. Με τίποτα ο «οίκος του θεού», ο οίκος της καθαρής ανυστερόβουλης γνώσης δεν έπρεπε να γίνει «οίκος εμπορίου». Χρειαζόταν το μαστίγιο της νέας «αντικαπιταλιστικής» θεοκρατίας. Και τα ΠΣΕ συνετρίβησαν με τη βία από τους «φρουρούς της επανάστασης» αυτής της τελευταίας πριν καλά-καλά ξεκινήσουν. Οι πρυτανείες στις μεγάλες κεντρικές σχολές, εκεί όπου οι καταστροφικοί φοιτητικοί στρατοί είναι καλά οργανωμένοι, τρομαγμένες, είτε ελεγχόμενες από το καθεστώς, υπέκυψαν στα πρώτα τελεσίγραφα τους και μπροστά στις πρώτες προειδοποιητικές κινητοποιήσεις τους και τα τμήματα δεν λειτούργησαν ποτέ. Σε μερικά όμως περιφερειακά ΑΕΙ οι καταστροφικοί στρατοί ήταν πιο αδύναμοι και οι πανεπιστημιακές διευθυντικές ομάδες πιο ανεξάρτητες από το καθεστώς και πιο τολμηρές.. Εκεί τα ΠΣΕ στήθηκαν και αρχικά δούλεψαν πολύ καλά. Πολλοί φοιτητές γράφτηκαν σε αυτά. Η πιο προωθημένη περίπτωση ήταν στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Εκεί γρήγορα συγκροτήθηκαν τα τάγματα εφόδου των μικροαστών «αντικαπιταλιστών» (ΕΑΑΚ) και εμπόδισαν τη λειτουργία των ΠΣΕ. Τότε οι φοιτητές των ΠΣΕ ξεκίνησαν παρατεταμένο αγώνα που έφτασε μέχρι την κατάληψη της σχολής τους. Ήταν το πρώτο δημοκρατικό κίνημα ενάντια στην παρασιτική γραφειοκρατία στην μεταπολιτευτική Ελλάδα. Σύντομα το κίνημα αυτό δέχτηκε ανοιχτή βία από τον σοσιαλφασιστικό στρατό των τραμπούκων και το κίνημα τους νικήθηκε μέσα σε πρωτοφανή πολιτική απομόνωση και κάτω από τη σιωπή όλου του τύπου. Ο τότε πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης όπως και ο καθηγητής Κασδοκαβάσης δέχτηκαν δολοφονική επίθεση, κατηγορήθηκε ο πρύτανης με τις πιο βρώμικές κατηγορίες από το καθεστωτικό διδακτικό προσωπικό και υποχρεώθηκε να φύγει για χρόνια από το πανεπιστήμιο. Ακόμα συνεχίζονται διώξεις εναντίον του. Τα ΠΣΕ καταργήθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Μέσα στην απόλυτη σιωπή και με την καθολική συμφωνία όλων των κομμάτων και όλων των κομματικών φραξιών οι νόμοι που τα ίδια ψήφισαν, νόμοι που ισχύουν σε όλη την ΕΕ ποδοπατήθηκαν, σταδιοδρομίες όνειρα και δημοκρατικά δικαιώματα τσαλαπατήθηκαν. Το χειρότερο ποδοπατήθηκε μια ακόμα προσπάθεια να καλύψει κάπως αυτή η λεηλατημένη χώρα το ολοένα και πιο διευρυνόμενο επιστημονικό και τεχνολογικό της χάσμα με τον παραγωγικά ανεπτυγμένο κόσμο.
Εδώ μπαίνει ένα ερώτημα στον αναγνώστη: μα είναι δυνατό μια παρασιτική ομάδα, ούτε καν πλειοψηφική στα Πανεπιστήμια να έχει τόση δύναμη που να καταργεί πανευρωπαϊκούς νόμους; Είναι δυνατό να έχει τόση ιδεολογική ακτινοβολία ώστε να συγκροτεί μαζικούς στρατούς από φοιτητές και να τους στέλνει να ξυλοκοπήσουν συμφοιτητές τους μόνο και μόνο γιατί ήθελαν να μάθουν; Είναι δυνατό να έχουν τόση δύναμη που να υποχρεώνουν σε σιωπή όλο τον τύπο; Είναι τόσο συγκροτημένη, τόσο ισχυρή και με τόσο στενές πολιτικές διασυνδέσεις συνολικά σε όλους τους κλάδους της διοίκησης η παρασιτική γραφειοκρατία ώστε να επιβάλει την εξουσία της στα κόμματα; Είναι δυνατό να μπορεί αντίθετα από τις προβλέψεις του Μαρξ να μπορεί να απαγορεύει στην αστική τάξη να σπουδάζει τα παιδιά της σε δικά της πανεπιστήμια; Είναι αυτή η αληθινή εξουσία στην Ελλάδα;
Ασφαλώς όχι. Ποτέ σε κανένα καθεστώς δουλοκτητικό, φεουδαρχικό ή αστικό η οποιαδήποτε κρατική γραφειοκρατία δεν υπήρξε τάξη με ανεξάρτητα συμφέροντα και ποτέ δεν ήταν άρχουσα τάξη. Ήταν πάντα στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης όσο και αν κάποια μέλη της ήταν τμήμα της κυρίαρχης τάξης. Πόσο μάλλον δεν ισχύει η ταξική ανεξαρτησία μιας παρασιτικής γραφειοκρατίας που μάλιστα συμβαίνει να μην είναι πλειοψηφική ακόμα και μέσα στο σύνολο της κρατικής και μισοκρατικής γραφειοκρατίας (ΔΕΚΟ, Δήμοι, Συνδικάτα). Η χώρα αυτή θα είχε εντελώς καταστραφεί αν όλοι οι καθηγητές και όλοι οι δάσκαλοι, όλοι οι υπάλληλοι των εφοριών και οι υπάλληλοι των πολεοδομιών, όλοι οι γιατροί των δημόσιων νοσοκομείων και όλοι οι διοικητικοί υπάλληλοι των διοικητικών υπηρεσιών του κράτους ήταν διεφθαρμένοι και αθεράπευτα τεμπέληδες. Το ερώτημα είναι πως συμβαίνει ένα αρχικά αριθμητικά αδύναμο στρώμα γραφειοκρατίας να επιδρά σταδιακά στο σύνολο της κρατικής λειτουργίας, να την διαβρώνει με το πνεύμα και τις συνήθειές της, να μαζικοποιείται ασταμάτητα και τελικά να επιβάλει τους νόμους και τους ρυθμούς της δικιάς του λειτουργίας σε όλο το κράτος.
Το ερώτημα από πού αντλεί τη δύναμή της στη χώρα μας η παρασιτική γραφειοκρατία μπορεί να απαντηθεί μόνο με έναν τρόπο: Αυτή, όπως γενικότερα η παρασιτική κρατική αστική τάξη, είναι στην υπηρεσία και γι αυτό υπό την πολιτική προστασία ενός συγκεκριμένου κομματιού της αστικής τάξης και μάλιστα ενός συγκεκριμένου κομματιού του ιμπεριαλισμού, που έχει καταφέρει σήμερα και έχει γίνει ηγεμονικό στο συνολικό πολιτικό καθεστώς. Είναι χάρη σε αυτήν την ηγεμονία που αυτό το κομμάτι της αστικής τάξης και κυρίως του ιμπεριαλισμού μπορεί να προστατεύει και να χρησιμοποιεί την παρασιτική γραφειοκρατία και συνολικά την παρασιτική κρατική αστική τάξη ακριβώς με στόχο τη σταθεροποίηση και τη διεύρυνση αυτής της ηγεμονίας.
Αν μελετήσει πράγματι κανείς περισσότερο το ζήτημα θα διαπιστώσει ότι είναι κύρια ένα συγκεκριμένο κομμάτι του πολιτικού καθεστώτος που γεννάει, ελέγχει και καθοδηγεί την παρασιτική κρατική αστική τάξη και όχι αντίστροφα η παρασιτική κρατική αστική τάξη να γεννάει, να ελέγχει και να δημιουργεί τα κόμματά της και να στήνει σταδιακά ένα φιλικό της πολιτικό μπλοκ που γίνεται κάποια στιγμή ηγεμονικό μέσα στο πολιτικό της καθεστώς. Βέβαια λειτουργεί πάντα μια διαδικασία ανάδρασης. Όσο η παρασιτική κρατική αστική τάξη δυναμώνει τόσο αναπτύσσεται η οικονομική οπότε και η πολιτική ισχύς του καθεστώτος που τη γέννησε και όσο αυτό δυναμώνει τόσο η οικονομική δύναμη της παρασιτικής αστικής τάξης επίσης δυναμώνει.

Ας δούμε τη γέννηση του πιο τυπικού, του πιο αντιπροσωπευτικού τμήματος τής σύγχρονης παρασιτικής γραφειοκρατίας, αυτού στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ηγείται ιδεολογικά όλης της παρασιτικής γραφειοκρατίας.

Η βασική νομική πράξη της γέννησης αυτής της γραφειοκρατίας, η ληξιαρχική πράξη της γέννησής της είναι το Σύνταγμα του 1975. Σε αυτό προσδιορίζεται με σαφήνεια και ρητά η απαγόρευση κάθε ιδιωτικού ΑΕΙ και κυρίως η άνοδος στη διοίκηση των Πανεπιστημίων του μπλοκ του βοηθητικού εκπαιδευτικού προσωπικού και των φοιτητικών παρατάξεων. Διαβάζοντας κανείς τα πρακτικά της επιτροπής του Συντάγματος που εισηγήθηκε το άρθρο 16 το σχετικό με την παιδεία μπορεί να διαπιστώσει ότι όλη η πολιτική πάλη στη συνταγματική αναθεώρηση του 75 δόθηκε στο ζήτημα του ποιος θα ελέγχει τα Πανεπιστήμια. Για το ζήτημα της απαγόρευσης των ιδιωτικών Πανεπιστημίων δεν δόθηκε καμιά πάλη. Εκεί η Βουλή ήταν ομόφωνη. Απλά έκανε σαφή και ρητή την απαγόρευση της ιδιωτικής ανώτατης παιδείας που την είχε αποφασίσει το σύνταγμα της Χούντας, του 1968. Το καινούργιο στο Σύνταγμα του 1975 και περισσότερο οι εφαρμοστικοί νόμοι που το ακολούθησαν ήταν το δικαίωμα που έδωσε η μεταπολιτευτική δημοκρατία στο πολιτικό μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΚΚΕεσ να αφαιρέσουν την εξουσία από το παλιό καθηγητικό κατεστημένο που αποτελούσε τμήμα της αστικής και μάλιστα της μεγαλοαστικής τάξης (είτε στο ιδεολογικό είτε για ορισμένες σχολές και στο οικονομικό επίπεδο) και να την δώσουν στο νέο μπλοκ της γραφειοκρατίας που οι ίδιοι αυτοί σχημάτισαν μέσα από την διοικητική πανεπιστημιακή εξουσία που του έδωσαν. Στην ουσία ένα νέο πολιτικό μπλοκ, το μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΚΚΕες και ΣΥΝ αργότερα, κατασκεύασε μέσα στα Πανεπιστήμια ένα νέο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας και τελικά ένα νέο οικονομικά και κοινωνικά αστικό στρώμα. Αυτό αποτελέστηκε αρχικά από πανεπιστημιακές δυνάμεις της διανόησης, ταξικά μικροαστικής, που είχαν παραγκωνιστεί ή και ταπεινωθεί από το παλιό καθηγητικό κατεστημένο. Το τελευταίο μέσα στη δικτατορία ξέπεσε και συχνά έγινε μισητό στους φοιτητές όχι μόνο επειδή ανέχτηκε τη χούντα ή και συνεργάστηκε μαζί της αλλά και επειδή λειτούργησε με αυταρχισμό και καταπίεσε άγρια τους φοιτητές όχι μόνο στη δικτατορία αλλά σε όλη τη μετεμφυλιακή περιόδο.
Η διαδικασία της μεταβίβασης της εξουσίας από το ένα στρώμα της αστικής τάξης στο άλλο μέσα στα πανεπιστήμια ολοκληρώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 80. Ο βασικός παράγοντας αυτής της μεταβίβασης εξουσίας ήταν το μεταπολιτευτικό φοιτητικό κίνημα που αμέσως σχεδόν μετά την πτώση της δικτατορίας πέρασε στα χέρια του πολιτικού μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΚΚΕ-ΚΚΕεσ. Αυτό ενώ ξεκίνησε υποτίθεται σαν ένα κίνημα για τον ριζικό εκδημοκρατισμό της εκπαίδευσης και την αλλαγή του κούφιου και θεωρητικολόγου χαρακτήρα της από τον πρώτο χρόνο της μεταπολίτευσης μετατράπηκε σε ένα αντιδραστικό κίνημα που έγραφε στη σημαία του σαν βασικό του σύνθημα την απαίτηση για «συνδιοίκηση», δηλαδή την κατάκτηση της κρατικής εξουσίας σε ένα κομμάτι του παλιού κρατικού μηχανισμού, στα Πανεπιστήμια, από το ανερχόμενο πολιτικό μπλοκ ΠΑΣΟΚ-ΚΚε-ΚΚεες και μάλιστα με παλαιοκομματικές μεθόδους.

Η ΑΣΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΝΕΟΥ ΤΥΠΟΥ ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Πολλοί δημοκρατικοί άνθρωποι θα αναρωτηθούν εδώ: Μα πως έγινε δυνατό μια ιστορικής σημασίας δημοκρατική εξέγερση σαν και εκείνη του Πολυτεχνείου απλά να αντικατάστησε ένα αντιδραστικό μπλοκ εξουσίας στα Πανεπιστήμια από ένα άλλο; Και μάλιστα πως έγινε το νέο μπλοκ εξουσίας μέσα σε λίγες δεκαετίες να φέρει το Πανεπιστήμιο σε χειρότερη κατάσταση από εκπαιδευτική άποψη (αλλά όχι προς το παρόν από την άποψη της δημοκρατικής ατμόσφαιρας) ακόμα και από εκείνη στην οποία το είχαν αφήσει από πίσω τους η δικτατορία, και προηγούμενα ο μοναρχοφασισμός; Δεν νομίζουμε να υπάρχει κάποιος σοβαρός παρατηρητής της ελληνικής εκπαίδευσης που να αμφισβητεί το γεγονός ότι ποτέ η ελληνική ανώτατη αλλά και η μέση εκπαίδευση δεν βρισκόντουσαν σε μια τέτοια προχωρημένη κατάσταση διάλυσης, σε μια τέτοια αντιπαραγωγική και αντιεπιστημονική ατμόσφαιρα αποσύνθεσης όπου μόνο η αδιαφορία των εκπαιδευτών θα μπορούσαμε να πούμε ότι ξεπερνάει την ανία των εκπαιδευομένων.

Συνέβη με την εξέγερση του Πολυτεχνείου κάτι όχι εξαιρετικά ασυνήθιστο ιστορικά: Η πάλη ενάντια σε μια μορφή πολιτικής αντίδρασης, σε έναν φασισμό, έκρυβε μέσα της μια άλλη μορφή πολιτικής αντίδρασης και έναν άλλο φασισμό. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου έδωσε τέλος στην κυριαρχία ενός σκληρού φασιστικού αντιλαϊκού πόλου που αντρώθηκε μέσα από τη ναζιστική κατοχή και που δυνάμωσε μέσα από τον εμφύλιο σε συνθήκες παγκόσμιας και τοπικής ηγεμονίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Όμως μέσα στο δημοκρατικό μέτωπο αυτού του μεγάλου αγώνα και πίσω από τον πλατύ και αναμφισβήτητο δημοκρατισμό της τεράστιας πλειοψηφίας των εξεγερμένων υπήρχαν από την πρώτη στιγμή οι δυνάμεις που εκπροσωπούσαν έναν νέο φασιστικό πόλο τόσο παγκόσμια όσο και τοπικά. Ο νέος φασιστικός πόλος είχε σαν διεθνές κέντρο του έναν νέο ανερχόμενο ιμπεριαλισμό και φασισμό, τον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό και σοσιαλφασισμό (τότε με σοβιετική σήμερα με ανοιχτή μεγαλορώσικη μορφή). Αυτός ο πόλος αντιπαρατέθηκε στη χούντα και τις ΗΠΑ στη διάρκεια της επταετίας όχι από την άποψη της δημοκρατίας και του αντιιμπεριαλισμού αλλά για να αντικαταστήσει την αμερικάνικη από τη ρώσικη ιμπεριαλιστική ηγεμονία στην Ελλάδα. Η μεταπολίτευση δεν είναι τίποτα άλλο σε τελική ανάλυση από μια ενδιάμεση περίοδο αστικού δημοκρατισμού στην διάρκεια της οποίας ο νέος ιμπεριαλιστικός πόλος συγκρούστηκε αρχικά με τις λαϊκές δημοκρατικές δυνάμεις του αντιφασιστικού μετώπου τις οποίες γρήγορα περιθωριοποίησε και υπέταξε εξ αιτίας της πολιτικής τους απειρίας και της ιδεολογικής τους αδυναμίας (δημοκρατική και ριζοσπαστική μικροαστική διανόηση της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς). Στη συνέχεια, και μέχρι σήμερα, ο πόλος αυτός συγκρούεται με τις δημοκρατικές και μισοδημοκρατικές, βασικά ευρωπαιόφιλες, δυνάμεις της αστικής τάξης που είναι μεν πολυάριθμες και στα δύο μεγάλα κόμματα της αστικής τάξης, αλλά είναι πολιτικά τυφλωμένες από ηγεσίες που όλο και περισσότερο δένουν τη χώρα με τη ρώσικη ιμπεριαλιστική στρατηγική στα Βαλκάνια και σε όλο τον κόσμο. Αναφερόμαστε στην ηγεσία των δύο Παπανδρέου -Λαλιώτη και Σημίτη στο ΠΑΣΟΚ και τελευταία την ηγεσία Καραμανλή στη ΝΔ. Η πιο συμπυκνωμένη όσο και συμβολική διαπάλη των δύο αυτών ρευμάτων μέσα στη δημοκρατική εξέγερση του Πολυτεχνείου είναι εκείνη τις πρώτες μέρες της κατάληψή του στις οποίες το ΚΚΕ αντιτάχθηκε και συκοφάντησε αυτήν την κατάληψη και στη συνέχεια μπήκε σε αυτήν και πήρε θέσεις κλειδιά .
Ο σκληρός πολιτικός πυρήνας του νέου αντιδραστικού πόλου είναι κιόλας από τη δεκαετία του 60 και είναι ακόμα το λεγόμενο ΚΚΕ. Πρόκειται για ένα κόμμα που η ηγεσία του αποτελείται από αποστάτες του μαρξισμού εγκάθετους του ρώσικου ιμπεριαλισμού. Ένα ηγετικό κομμάτι του κόμματος αυτού συγκρότησε πρόσφατα μια πιο «ευρωπαϊκή» τάχα έκδοση του, τον ΣΥΝ ο οποίος έχει σα στόχο του να ανεβεί στην πολιτική εξουσία κάνοντας πολιτικό εισοδισμό μέσα στο σχετικά πιο αντιδυτικό κόμμα της αστικής τάξης, το ΠΑΣΟΚ. Αλλά και το ίδιο το λεγόμενο ΚΚΕ πραγματοποιεί «γόνιμες» πολιτικές συμμαχίες με τα πιο σοβινιστικά και γι αυτό πιο αντιδυτικά τμήματα του πιο κλασσικού κόμματος της αστικής τάξης, της ΝΔ.

Ο δρόμος μέσα από τον οποίο ο νέος αυτός ιμπεριαλιστικός αστικός πόλος επιχειρεί να έρθει στην εξουσία είναι κλασσικός για κάθε ιμπεριαλισμό και για κάθε κομμάτι της αστικής τάξης και διαφέρει σε ένα καθοριστικό σημείο από τον δρόμο με τον οποίο έρχονται στην εξουσία οι επαναστατικές τάξεις: Αυτές οι τελευταίες έρχονται στην εξουσία σε σύγκρουση με αυτόν τον κρατικό μηχανισμό στο σύνολό του ενώ ο πρώτος έρχεται στην εξουσία μέσα από την σταδιακή άλωση του παλιού κρατικού μηχανισμού. Υπάρχει ωστόσο μια βασική ιδιορρυθμία και μια αντίστοιχη ειδική δυσκολία γι αυτόν τον νέο ιμπεριαλιστικό πόλο σε σχέση με τους ανταγωνιστές του ιμπεριαλισμούς και τις αντίπαλες αστικές τάξεις που πρέπει να εκτοπίσει από το κράτος. Είναι πιο αδύναμος από αυτούς στο οικονομικό επίπεδο. Δεν μπορεί δηλαδή να ελέγξει τα μέσα παραγωγής που είναι στα χέρια του παγκόσμια πιο ισχυρού ιμπεριαλιστικού κεφάλαιου και των αντίστοιχων φιλικών του κομματιών της ντόπιας αστικής τάξης. Μόνο μέσα από την πολιτική κυριαρχία μπορεί αυτού του είδους ο ιμπεριαλισμός να γίνει κυρίαρχος οικονομικά. Ο μόνος τρόπος να εκτοπίσει τους ανταγωνιστές του σε διεθνές επίπεδο είναι η πολιτική και στρατιωτική υπεροχή πάνω στους ανταγωνιστές του με πόλεμο και με δραστήρια πολιτική διείσδυση στο εσωτερικό του κάθε αντίπαλου κράτους. Αυτός ήταν ο δρόμος που είχε ακολουθήσει προηγούμενα ο γερμανικός, ο γιαπωνέζικος και ο ιταλικός ιμπεριαλισμός, που είχαν έρθει καθυστερημένοι στην μοιρασιά του κόσμου.
Ιδιαίτερα όμως η κρατικομονοπωλιακή αστική τάξη που ήρθε στην εξουσία στην ΕΣΣΔ μετά τον β παγκόσμιο πόλεμο ήταν μια τάξη πολιτική κατ’ εξοχήν, πολιτική όσο καμιά άλλη προηγούμενα στην ιστορία του ιμπεριαλισμού. Γιατί είχε γεννηθεί σαν αστική τάξη μέσα από την ίδια την πολιτική εξουσία. Είχε προκύψει συγκεκριμένα από τα μέλη του κομμουνιστικού κόμματος που είχαν αστική ιδεολογία και αστικό πρόγραμμα: την παλινόρθωση του καπιταλισμού και τον σφετερισμό όλης της σοσιαλιστικής κρατικής περιουσίας, δηλαδή το σφετερισμό της ιδιοκτησίας της εργατικής τάξης και όλου του εργαζόμενου λαού. Αυτό δεν ήταν τόσο δύσκολο γιατί η αριθμητικά και ιστορικά αδύναμη εργατική τάξη αυτής της πελώριας και παραγωγικά καθυστερημένης χώρας έλεγχε τα μέσα παραγωγής όχι τόσο άμεσα όσο μέσο του κόμματος της πρωτοπορίας της, δηλαδή με ένα εξαιρετικά επισφαλή τρόπο,. Έφτανε να χάσει την εξουσία μέσα σε αυτό το κόμμα από την αστική τάξη νέου τύπου για να χάσει από αυτήν και το κράτος και την οικονομική συλλογική ιδιοκτησία της. Και αυτό έγινε.
Η αστική τάξη νέου τύπου της ΕΣΣΔ έπρεπε να πάρει πρώτα την πολιτική εξουσία και μετά να πάρει στα χέρια της την ουσιαστική και τυπική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, δηλαδή να γίνει οικονομικά κυρίαρχη τάξη. Ήταν ήδη αστική τάξη από την άποψη του ρόλου της στην οικονομική διαχείριση ορισμένων μέσων παραγωγής αλλά όχι από την άποψη της πραγματικής οικονομικής εξουσίας. Από την ώρα όμως που απέσπασε την πολιτική εξουσία από το προλεταριάτο, δηλαδή την κυριαρχία στο κράτος απόσπασε ταχύτατα όλη την οικονομική εξουσία και στη συνέχεια όλη την ιδιοκτησία αρχικά με συλλογικό και πολύ αργότερα και με ατομικό τρόπο. Έτσι αυτή η αστική τάξη νέου τύπου έγινε κιόλας από τη δεκαετία του 60 ο μεγαλύτερος σφετεριστής ξένης περιουσίας, και η πιο συγκεντρωμένη οικονομικά και πιο έμπειρη πολιτικά κρατικομονοπωλιακή αστική τάξη στην ιστορία του ιμπεριαλισμού. Σήμερα την πουτινική Ρωσία την κυβερνάει πολιτικά-οικονομικά και στρατιωτικά όσο ποτέ άλλοτε. ο πιο βαθύς αστυνομικός-στρατιωτικός, οπότε και ο πιο πολιτικός πυρήνας αυτής της αστικής τάξης. Tο βασικό χαρακτηριστικό αυτής της νέου τύπου αστικής τάξης είναι ότι πάντα παίρνει την πολιτική και οικονομική εξουσία στο όνομα του λαού, ακόμα και του προλεταριάτου. Με αυτόν τον τρόπο πετυχαίνει δύο πράγματα ταυτόχρονα. Πρώτον κρύβει τον σφετερισμό της λαϊκής ιδιοκτησίας και δεύτερον κατακτά το μονοπώλιο της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας αφού αυτή σαν δήθεν λαϊκή εξουσία δεν θέλει να μοιράζεται ούτε τον πλούτο, ούτε την εξουσία της με άλλα τμήματα, πιο φιλελεύθερα και πιο ιδιωτικά, δηλαδή πιο «ιδιοτελή» της αστικής τάξης. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η αστική τάξη νέου τύπου και ο «κομμουνισμός» της ταυτίζονται με τον εθνικοσοσιαλισμό και την αστική τάξη ναζιστικού τύπου. Και αυτό το τελευταίο είναι ένα κομμάτι αστικής τάξης που έχει λαϊκή, βασικά μικροαστική κοινωνική προέλευση, και εκείνο παίρνει πολιτική και οικονομική εξουσία μέσα από την δικιά του αποκλειστική κομματική πολιτική δικτατορία σε συνεργασία και για λογαριασμό της κρατικομονοπωλιακής αστικής τάξης πάνω στην μη μονοπωλιακή αστική τάξη και στο λαό και εκείνο ασκεί αυτήν την δικτατορία στο όνομα του λαού και του λαϊκού αντικαπιταλισμού. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο παντού όπου ήρθε η αστική τάξη νέου τύπου στην εξουσία συνεργάστηκε με τις πιο μαύρες, τις πιο φασιστικές και ρεβανσιστικές μερίδες της παλιάς αστικής τάξης.

Με ανάλογο τρόπο με τον οποίο η αστική τάξη νέου τύπου πήρε την πολιτική και οικονομική εξουσία στον χώρο της ΕΣΣΔ επιχειρεί να πάρει την εξουσία οπουδήποτε. Οι ψευτοκομμουνιστές της ΕΣΣΔ έχουν διδάξει όλους τους άρπαγες και φιλόδοξους κομματικούς γραφειοκράτες, όλους τους μικροαστούς και λούμπεν προλετάριους του κόσμου, όλους τους καιροσκόπους που έχουν αντιληφθεί την ακατανίκητη γοητεία της κοινωνικής δημαγωγίας στις καταπιεσμένες μάζες, πως μπορούν στήνοντας κόμματα που να μιλάνε στο όνομα της «λαϊκής εξουσίας» και του «σοσιαλισμού» να πάρουν στα χέρια τους όλο τον κρατικό μηχανισμό και από κει να βάλουν χέρι στην οικονομική εξουσία ακόμα και να την σφετεριστούν ολοκληρωτικά. Αυτούς εύκολα τους καθοδηγεί και τους εξαρτά η ιμπεριαλιστική αστική τάξη νέου τύπου της Ρωσίας και τελευταία της Κίνας προσφέροντάς τους διεθνή διπλωματική, οικονομική και στρατιωτική κάλυψη. Οι καλύτεροι μαθητές τους είναι οι εθνικο-κομμουνιστές και εθνικο-σοσιαλιστές κάθε είδους που ακολούθησαν την σοβιετική και αργότερα τη κινέζικη αστική τάξη νέου τύπου στο δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, στο δρόμο του μεγάλου σφετερισμού των μέσων παραγωγής και τελικά στο δρόμο του ιμπεριαλισμού. Αυτοί είναι οι πιο βαθιοί γνώστες των λαϊκών μαζών και οι πιο ειδικοί στο να χρησιμοποιούν τους δικούς τους αγώνες για πολιτική εξουσία σε δικά τους εφαλτήρια για φασιστική δικτατορία και ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Η τακτική αυτή έχει ξεδιπλωθεί στην χώρα μας με τον πιο χαρακτηριστικό και πιο πετυχημένο τρόπο από οποιαδήποτε άλλη χώρα, αν και δεν έχει ολοκληρωθεί. Είναι η μόνη χώρα που ενώ ανήκε στον ευρωπαϊκό οικονομικό και πολιτικό χώρο κατάφερε να κινηθεί ιδεολογικά, πολιτικά, ακόμα και οικονομικά προς το χώρο των ανατολικών φασισμών. Μια εξαιρετικά βαθιά όσο και αδιόρατη αλλαγή έχει συντελεστεί στην κρατική και κοινωνική λειτουργία της από τα χρόνια της μεταπολίτευσης και πέρα. Η πιο βασική είναι ακριβώς ότι σταδιακά μια αστική τάξη νέου τύπου δεμένη ειδικά με τον ρώσικο σοσιαλιμπεριαλισμό και συχνά εντελώς υποδουλωμένη σε αυτόν ξεκινώντας από το καθαρά πολιτικό-κομματικό επίπεδο κατακτά όλο και μεγαλύτερα τμήματα πολιτικής και τελικά οικονομικής εξουσίας διεισδύοντας σε όλες τις σφαίρες της κρατικής λειτουργίας και σε όλες τις σφαίρες της οικονομικής ζωής.

Το πιο απτό για τον πολύ κόσμο κομμάτι μιας τέτοιας αστικής τάξης είναι αυτή που γεννήθηκε μέσα από το ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ είχε ιδρυτή και ηγέτη έναν πολιτικό της μεγαλοαστικής τάξης δεύτερης γενιάς. Τώρα έχει ηγέτη έναν μεγαλοαστό τρίτης γενιάς. Όμως ο πολιτικός στρατός που το αποτέλεσε ήταν αρχικά ένας στρατός μικροαστών και μάλιστα στην πλειοψηφία τους δημοκρατών. Οι πιο φιλόδοξοι και οι πιο πολιτικά ευλύγιστοι από αυτούς γίνανε μέσα σε λίγα χρόνια γραφειοκρατική αστική τάξη, ή γενικότερα κρατική αστική τάξη, ακριβώς μέσα από την άνοδό του κόμματός τους στην πολιτική εξουσία. Σε ορισμένες περιπτώσεις όμως γίνανε από την αρχή και χάρη στην κυβερνητική στήριξη του ΠΑΣΟΚ κανονική αστική τάξη και μάλιστα μεγαλοαστική τάξη πχ Κόκκαλης, Μπομπολας. Στο δρόμο της μετατροπής του σε αστική τάξη νέου τύπου είναι και ένα τμήμα του κομματικού μηχανισμού του πιο κλασσικού, πιο αντιπροσωπευτικού κόμματος της ιδιωτικής αστικής τάξης, της ΝΔ

Το πιο σκληρό κομμάτι της αστικής τάξης νέου τύπου, το πολιτικά καθοδηγητικό της κομμάτι είναι ο στελεχικός μηχανισμός του ΚΚΕ και αργότερα του ΣΥΝ. Αυτοί δεν έχουν αποσπάσει ακόμα την καθαυτό κυβερνητική εξουσία, αλλά συμμετέχουν με βάρος δυσανάλογα ψηλό σε σχέση με τον εκλογικό όγκο τους στο πολιτικό σκέλος της κρατικής εξουσίας. Σε στρατηγική συνεργασία με τις ηγεσίες των δύο μεγάλων κυβερνητικών κομμάτων της αστικής τάξης και προστατευμένοι από αυτές ουσιαστικά ελέγχουν πολιτικά ολόκληρους τομείς της παραγωγής μέσα από συνδικάτα σαν εκείνο των αγροτών, των ναυτικών, των οικοδόμων, της ναυπηγοεπισκευής, του υπαλληλικού προσωπικού, των Δήμων, και γενικά μέσα από την υπεραντιπροσώπευσή τους σε όλα τα συνδικάτα των ΔΕΚΟ και πιο πολύ των κρατικών μηχανισμών της εκπαίδευσης.

Η αστική τάξη νέου τύπου δεν έχει ταυτόσημα συμφέροντα σε όλη τη γραμμή. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και τα ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ είναι ισχυρές, γιατί η γραφειοκρατία του πρώτου είναι σε πολλά ζητήματα δεμένη με εθνικό κρατικό καπιταλισμό ενώ τα δεύτερα επιδιώκουν ολόκληρη την εξουσία για τον ιμπεριαλισμό που εκπροσωπούν και ζητάν να εκτοπίσουν κάθε έστω και λίγο «εθνική» κρατική γραφειοκρατία και κάθε εθνική κρατική ανάπτυξη. Όμως και τα δύο αυτά ρεύματα ενώνονται στην πάλη για τον εκτοπισμό της ιδιωτικής αστικής τάξης που ζει και αναπτύσσεται στα πλαίσια της παγκόσμιας αγοράς και για τη σύγκρουση με τις ΗΠΑ στο επίπεδο της εξωτερικής πολιτικής και σε όλα τα άλλα ζητήματα

ΤΟ ΦΑΙΟΚΟΚΚΙΝΟ ΜΕΤΩΠΟ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ


Το σχέδιο των ιμπεριαλιστών καθοδηγητών αυτής της αστικής τάξης νέου τύπου είναι να εκτοπίσουν τους ανταγωνιστές τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και να συντρίψουν με τη βία τα αντίπαλά τους κομμάτια της ντόπιας αστικής τάξης έξω και ιδιαίτερα μέσα στο κράτος για να αποσπάσουν τελικά το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας. Το σχέδιο αυτό περιλαμβάνει δύο επιμέρους στόχους: Να συντριβούν τα αντίπαλα κομμάτια της αστικής τάξης και στο πολιτικό και κυρίως στο οικονομικό επίπεδο το οποίο διαρκώς γεννάει μια αστική τάξη κλασσικού δυτικού τύπου. Δεύτερο να διαβρώσουν τις μάζες με την ανατολική πολιτική ιδεολογία, που είναι ένα μίγμα από την πολιτιστική ανωτερότητα του Έλληνα απέναντι στην υπόλοιπη αγνώμονα Δύση, από ιστορική ενότητα των ορθόδοξων λαών, και από αντιδραστικό, γραφειοκρατικού παρασιτικού τύπου αντιδυτικισμό-αντικαπιταλισμό.

Για να πετύχει και τους δύο αυτούς στόχους της η αστική τάξη νέου τύπου οφείλει να ενωθεί και έχει ενωθεί ξεδιάντροπα εδώ και χρόνια με τα πιο αντιδραστικά, τα πιο καθυστερημένα, τα πιο φασιστικά τμήματα της παλιάς αστικής τάξης, που σήμερα εκπροσωπούνται από το εθνορατσιστικό και όχι τυχαία από το ανοιχτά ρωσόφιλο ΛΑΟΣ. Έτσι συγκροτείται παντού σήμερα ένα φαιοκόκκινο μέτωπο με πιο βαθύ και ανομολόγητο χαρακτηριστικό του τον αντισημιτισμό.
Αυτό το μέτωπο βρίσκεται στη βάση της επιτυχίας της ρώσικης πολιτικής στην Ελλάδα κιόλας από την εποχή του Πολυτεχνείου.
Λίγοι θα πρόσεξαν τότε ότι την ώρα που η στρατιωτική χούντα έπεφτε ο Α. Παπανδρέου κέρδιζε τον ίδιο στρατό που έκανε τη δικτατορία με το σύνθημα ότι ο ελληνισμός έχασε την Κύπρο, δηλαδή το τελευταίο μεγαλοιδεάτικο όνειρό του εξ αιτίας των ΗΠΑ που από κείνη την ώρα γινόταν ο κύριος εχθρός του έθνους, οπότε η Ρωσία ο κύριος φίλος και σύμμαχός του (βεβαίως ποτέ ο Παπανδρέου δεν είπε στον ελληνικό λαό ότι μόνο μια δύναμη στον κόσμο ενέκρινε και ενθάρρυνε ρητά την τούρκικη εισβολή στην Κύπρο, η ΕΣΣΔ με ανακοίνωση του πρακτορείου ΤΑΣ). Από κει και πέρα και έως σήμερα μέσα σε μια πρωτοφανή ιδεολογική σύγχυση τα θύματα του φασισμού και οι θύτες, προοδευτικοί, αριστεροί και φασίστες βρέθηκαν ενωμένοι στον σοβινιστικό αντιτουρκισμό, στα φασιστικά συλλαλητήρια για να αλλάξει το όνομά της μια γειτονική χώρα και πάνω από όλα στην πανεθνική συμμαχία υπέρ των γενοκτόνων σέρβων «ορθόδοξων» και «αντιιμπεριαλιστών» αδελφών μας. Από κει και πέρα σταυρός, σφυροδρέπανο, πράσινος ήλιος και γαλάζια σημαία είχαν πάντα την ίδια «εθνική» πολιτική και την ίδια «εθνική» ιδεολογία. Αυτό είναι το χειρότερο αποτέλεσμα της υφαρπαγής και διαστροφής της αριστερής σκέψης στην Ελλάδα από τους αποστάτες του μαρξισμού αστούς νέου τύπου.

Το ίδιο αυτό φαιοκόκκινο πανεθνικό μέτωπο, πάντα κάτω από την καθοδήγηση της ψευτοκομμουνιστικής «αριστεράς» έχει αναλάβει να συντρίψει εδώ και τρεις δεκαετίες τις πιο σύγχρονες παραγωγικές δυνάμεις της χώρας, την έρευνα και την επιστήμη σε όλους τους τομείς. Σε αυτή τη δραστηριότητα χρωστάμε το όλο και πιο διευρυνόμενο βιομηχανικό και τεχνολογικό χάσμα ανάμεσα στη χώρα μας και τις υπόλοιπες ανεπτυγμένες χώρες.


Σύμφωνα με αυτούς τους συνειδητούς σαμποτέρ οι βιομηχανικές εγκαταστάσεις δεν είναι μέσα παραγωγής και αναπαραγωγής της ανθρώπινης ζωής, αλλά ενσάρκωση του κεφάλαιου και σαν τέτοια δεν πρέπει να περάσουν κάτω από τον έλεγχο των παραγωγών αλλά να καταστραφούν, ενώ όσες επενδύσεις προγραμματίζονται πρέπει να ματαιωθούν.
Και όλα καταστρέφονται πάντα στο όνομα του λαού. Είτε γιατί τάχα ο λαός χάνει την υγεία του από τη ρύπανση (λες και δεν υπάρχει τεχνολογία αντιρύπανσης), είτε γιατί χάνει την ψυχή του καθώς το εργοστάσιο απειλεί τάχα αρχαιότητες, τοπία, και παραδόσεις, είτε γιατί απειλεί άλλες «λαϊκές δραστηριότητες» όπως το νοίκιασμα δωματίων σε τουρίστες ματαίωση της μεταλλουργίας χρυσού σε Χαλκιδική και Σάπες), είτε γιατί θα ξεριζωθούν οι ελιές της φτωχής αγροτιάς. Αλλά τα συμφέροντα του λαού προβάλλονται από τους σαμποταριστές ακόμα πιο άμεσα και με οικονομική μορφή, όπως για παράδειγμα να είναι φτηνά τα φάρμακα για το λαό (καταστροφή της φαρμακοβιομηχανίας με διάταξη που επέβαλε τα φάρμακα που παράγονται στην Ελλάδα να είναι τα πιο φτηνά που παράγονται οπουδήποτε στη ΕΕ) ή να είναι «φτηνά για το λαό» τα εισιτήρια των θαλάσσιων μεταφορών, ακόμα και στα ταχύπλοα που τους επιβάλλουν υπεράριθμο προσωπικό, είτε γιατί πρέπει να βρίσκουν δουλειά οι άνεργοι και γι’ αυτό τα εργοστάσια να γεμίζουν υπεράριθμους (χρεωκοπία Πειραϊκής Πατραϊκής, Πυρκάλ, κρίση σε ΕΑΒ και χρόνιο μαράζωμα μιας σειράς κρατικοποιημένων ή κρατικών εταιρειών) ή να μην απολύεται κανείς εργάτης όταν ακυρώνονται παραγγελίες και γενικά μειώνεται η ζήτηση για ένα προϊόν (κλείσιμο Πιρέλλι, κλείσιμο Ιζόλα). Παντού δημοτικά συμβούλια, τοπικές επιτροπές κατοίκων και εργατικά κέντρα φροντίζουν για αυτήν την ασύλληπτη και πρωτοφανή στην έκτασή της καταστροφή.
Όπου δεν φτάνουν γι αυτήν την καταστροφή τα από κάτω «κινήματα του λαού» επιστρατεύεται η ίδια η κυβερνητική μηχανή και η κρατική γραφειοκρατία που βρίσκει τρόπους να μην δίνονται ή να καθυστερούν πέρα από κάθε όριο οι άδειες εγκατάστασης, ή να μην δίνονται άδειες από τις αρχαιολογικές και άλλες κρατικές υπηρεσίες πάντα στο όνομα της προστασίας των λαϊκών συμφερόντων απέναντι στην αυθαιρεσία του κεφάλαιου. Η ακόμα κυβερνητικές φράξιες φροντίζουν να σκαρώσουν κατάλληλες νομοθετικές διατάξεις που να κάνουν πιο φτηνά τα προϊόντα που παράγονται στο εσωτερικό της χώρας από κείνα που εισάγονται (καταστροφή της φαρμακοβιομηχανίας πάλι στο όνομα του «φτηνού φάρμακου για το λαό» και καταστροφή της πρώτης απόπειρας για αυτοκινητοβιομηχανία –Νισσαν στο Βόλο). Όταν κάθε άλλο μέσο έχει αποτύχει τότε επιστρατεύεται το βιομηχανοκτόνο Ε τμήμα του Συμβούλιου της Επικρατείας που οπωσδήποτε και μάλιστα ανοιχτά θα δικαιώσει «τα τοπικά κινήματα του λαού», δηλαδή τις κομματικά εγκάθετες επιτροπές κατοίκων. (δες πως το ΣτΕ ματαίωσε τον εκσυγχρονισμό των Λιπασμάτων Δραπετσώνας μετά από προσφυγή του «Κ»ΚΕ ή πως έκλεισε την καναδική TVX μετά από διακομματική προσφυγή για να πάρει τα μεταλλεία της Χαλκιδικής ο καθεστωτικός Μπόμπολας, ή πως ματαίωσε την μεγάλη επένδυση των 250 εκ Ευρώ για τον εκσυγχρονισμό της Πετρόλα μετά από προσφυγή των ψευτοΚΚΕ και ΣΥΝ με εργαλείο επιτροπές κατοίκων και δημοτικά συμβούλια).

Αν παρακολουθήσει κανείς όλη τη λογική αυτής της καταστροφής θα φτάσει στο κεφάλαιο, στο εμπόρευμα και στο κέρδος. Η μεγάλη βιομηχανία πρέπει σύμφωνα με αυτήν τη λογική να πεθάνει γιατί ανήκει στο κεφάλαιο. Αν δεν σταθεί δυνατό να πεθάνει απ ευθείας σαν τέτοια πρέπει να στραγγαλιστεί το προϊόν της. Το μόνιμο επιχείρημα είναι ότι η τιμή του προϊόντος της βιομηχανικής δραστηριότητας δεν διαμορφώνεται από τον ανταγωνισμό, το κόστος παραγωγής και το μέσο ποσοστό του κέρδους αλλά από την «κερδοσκοπία» που σύμφωνα με τους «υπερασπιστές του λαού», διαμορφώνει εντελώς αυθαίρετα της τιμές σύμφωνα με την υποκειμενική θέλησή του κεφάλαιου. Σε αυτήν την αρνητική υποκειμενική θέληση πρέπει να αντιπαρατεθεί η λυτρωτική υποκειμενική θέληση του κράτους «του λαού». Αυτό ισχύει για τις τιμές όλων των εμπορευμάτων που εμπλέκονται στην παραγωγή. Ισχύει δηλαδή και για την τιμή με την οποία αγοράζει την εργατική δύναμη το κεφάλαιο. Έτσι ακόμα και ο όγκος αυτής της εργατικής δύναμης σε κάθε εργοστάσιο δεν προσδιορίζονται σύμφωνα με τους σαμποταριστές από τις τεχνικές ανάγκες της παραγωγής, ούτε από τον ανταγωνισμό των κεφαλαίων και από τον ανταγωνισμό των εργατών ανάμεσά τους, ούτε καν από το θεσμοθετημένο μεροκάματο των συλλογικών συμβάσεων, δηλαδή από τον γενικότερο ταξικό συσχετισμό δύναμης κεφάλαιου εργασίας, αλλά από την υποκειμενική θέληση του μεμονωμένου κεφαλαιοκράτη. Σε αυτήν την θέληση εξ ίσου αυθαίρετα μπορεί και οφείλει να αντιπαρατίθεται η υποκειμενική θέληση των «φίλων του λαού» ή του «κράτους του λαού» όταν αυτές οι τελευταίες θελήσεις έχουν αποφασίσει να κλείσουν ένα συγκεκριμένο εργοστάσιο. Βεβαίως την ίδια ώρα οι υποτιθέμενοι αυτοί «λαϊκοί» προστάτες του βιομηχανικού μεροκάματου δεν διστάζουν να γίνουν, και έχουν γίνει από χρόνια οι πιο φανατικοί προστάτες του σπασμένου, δουλοχτητικού, κυρίως μεταναστευτικού μεροκάματου στη μικρομεσαία επιχείρηση με τα συνδικάτα που ελέγχουν, ειδικά εκείνο των οικοδόμων. Αυτό γιατί η μικρή επιχείρηση δεν τους ενοχλεί πολιτικά (οικοδομή, αγροτικές εκμεταλλεύσεις) όπως τους ενοχλεί το πιο σύγχρονο και συγκεντρωμένο βιομηχανικό κεφάλαιο. Το ίδιο δεν τους ενοχλεί η μεγάλη επιχείρηση που είναι στα χέρια του φιλικού τους κομματιού της κρατικής αστικής τάξης (μεγάλα εργοτάξια των δημοσίων έργων). Κι όμως εκεί απασχολείται ο μεγαλύτερος όγκος της μισθωτής εργασίας.

ΤΟ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟ ΣΑΜΠΟΤΑΖ


Μέσα σε αυτήν την φασιστικού τύπου «αντικαπιταλιστική» λογική πραγματοποιείται από την νέα πολιτική αντίδραση και τον νέο ιμπεριαλιστικό πόλο το πιο προωθημένο και το πιο βαθύ στις συνέπειές του κομμάτι του παραγωγικού σαμποτάζ, το εκπαιδευτικό σαμποτάζ.
Με το καθ’ αυτό βιομηχανικό σαμποτάζ συντρίβεται η υλική βάση της σύγχρονης εθνικής ανάπτυξης. Με το εκπαιδευτικό σαμποτάζ συντρίβεται η διανοητική βάση αυτής της ανάπτυξης. Δεν είναι τυχαίο ότι ο κεντρικός στόχος των σαμποταριστών, το σημείο στο οποίο έχει ασκηθεί η μεγαλύτερη βία και η πιο μακρόπνοη καταστροφή είναι τα Πανεπιστήμια, ιδιαίτερα εκείνα των θετικών επιστημών και της τεχνολογίας. Πρόκειται για ένα βομβαρδισμό του καθοδηγητικού επιτελείου, της ατμομηχανής όλου του εκπαιδευτικού συστήματος. Πρόκειται για βομβαρδισμό της επιστημονικής σκέψης, για βομβαρδισμό της έρευνας, για χειρουργικό ακρωτηριασμό της θεωρίας από το σώμα της πράξης, για ερήμωση της ελληνικής κοινωνίας της γνώσης. Με το σαμποτάζ της ανώτατης εκπαίδευσης και μετά με κέντρο αυτήν όλης της εκπαίδευσης η χώρα μας καταδικάζεται ασταμάτητα στο επιστημονικό περιθώριο και στην πιο βαθιά, στην πιο στρατηγική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από τη Δύση αλλά πιο πολύ από την Ανατολή που καθοδήγησε αυτή τη διαδικασία. Με το που γκρεμίζονται το εργοστάσιά της χάνει τα πιο σύγχρονα εργαλεία της και σε ένα μεγάλο μέρος φθείρει από την αχρηστία τις τεχνικές δεξιότητες του συνολικού έμψυχου κεφάλαιού της. Όμως με το που τα Πανεπιστήμια της διαλύονται και διαφθείρονται και ξεκόβονται από την λίγη βιομηχανία που επέζησε από τον βομβαρδισμό γκρεμίζεται η έρευνα και μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες χάνεται η ικανότητά αυτής της χώρας να σκέφτεται. Χάνεται η ικανότητά της να επινοεί και να κατασκευάζει μηχανές. Έχει γίνει μια μακρινή επαρχία ενός κόσμου που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς τέτοιους που δεν έχουν ξαναυπάρξει στην ιστορία σε παραγωγική και επιστημονική εξέλιξη. Η χώρα μας έχει γίνει μακρινή επαρχία γιατί έχει πάψει να συμμετέχει στο όλο και πιο παγκόσμιο ερευνητικό εργαστήρι, στο όλο και πιο παγκόσμιο εργοστάσιο, στο όλο και πιο διεθνές κίνημα εφευρέσεων και ευρεσιτεχνιών,.
Η Γερμανία πλήρωσε το ναζισμό της με την καταστροφή του μεγαλύτερου μέρους της βιομηχανικής της βάσης και του ανθρώπινου παραγωγικού δυναμικού της. Όμως δεν χρειάστηκε παρά μια δεκαετία για να γίνει βιομηχανικός ηγεμόνας όλου του πλανήτη επειδή έφερε ξανά στην επιφάνεια και χρησιμοποίησε το διανοητικό της κεφάλαιο και τις δεξιότητες του λαού της. Η χώρα μας έγινε βιομηχανική χώρα μετά από έναν παγκόσμιο πόλεμο και μετά πέντε ουσιαστικά χρόνια εμφύλιου. Κι όμως τώρα είναι γεμάτη άνεργους πτυχιούχους αλλά με ελάχιστους πραγματικούς ειδικούς, ερευνητές και επιστήμονες. Είναι σαν να ζει μια νέα κατοχή και έναν νέο υπόκωφο πόλεμο. Σαπίζει χωρίς να καταλαβαίνει. Μόνο μερικοί δραπέτες της γλίτωσαν μαθαίνοντας επιστήμες σε «μη εμπόλεμες χώρες» ενώ όσοι έμειναν είναι καταδικασμένοι στον επαρχιωτισμό. Πρόκειται για τον χειρότερο επαρχιωτισμό, εκείνον που επικαλείται τον πλούτο της ιστορίας επειδή έχει φτώχια σε πραγματικές επιτεύξεις και δικιά του σκέψη. Όλη της η διανόηση μοιάζει με έναν ξεπεσμένο αριστοκράτη που δείχνει παλιά οικογενειακά κειμήλια και παράσημα που ποτέ του δεν κέρδισε γεμάτος αγωνία σε αδιάφορους περαστικούς.
Μια τέτοια διανόηση χωρίς αυτοπεποίθηση και όλο και πιο εξαρτημένη από την κρατική επαιτεία μπορεί να ακολουθήσει τον πιο γελοίο δημαγωγό «σωτήρα του έθνους» που θα την καλέσει να πάρει εκδίκηση για όσους στην φαντασία της την περιφρόνησαν ή ακόμα χειρότερα που φταινε για την κατάσταση στην οποία βρίσκεται. Έχει υπάρξει άλλωστε τα τελευταία χρόνια στα Βαλκάνια ένας λαός, ο σέρβικος όχι τυχαία ανακηρυγμένος «αδελφός μας λαός» που κινημένος από την κρατική του ιντελιγκένσια εκστράτευσε προς το μεσαίωνα και ενάντια στη Δύση ενώ για το κατάντημά του φταιει ασύγκριτα περισσότερο η Ανατολή.

Να γιατί είναι απαραίτητο σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά στους σαμποτέρ το κρατικό, δηλαδή το κυβερνητικό ή καλύτερα το διακομματικό Πανεπιστήμιο. Γιατί αυτό δεν φτάνει μόνο να καταστρέφει τη γνώση της παραγωγής και τα εργαλεία της έρευνας αλλά πρέπει ταυτόχρονα να εξουδετερώνει τις αντιστάσεις σε αυτήν την καταστροφή, πρέπει μάλιστα να καναλιζάρει τον ευνουχισμό των εχθρών των σαμποταριστών, να δημιουργεί εθνικούς μπαμπούλες και να διαφθείρει την πολιτική και ιδεολογική συνείδηση της μεγάλης και της μικρής διανόησης και από κει ολόκληρου του λαού. Πρέπει δηλαδή να κάνει την καταστροφή της γνώσης, της παραγωγής, της τεχνολογίας, γενικά της ελεύθερης δημιουργικότητας εθνική αρετή. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο αν ελέγχει απόλυτα τον παραγωγό και διανομέα της «σωστής εθνικής γραμμής» που είναι το Πανεπιστήμιο.

Τέλος του Α΄ μέρους.

Αθήνα 23/10/2006